Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


1911-1996

Τμήμα 7/ 435
Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη είναι πολλά πράγματα· είναι μεταρομαντική, είναι συμβολιστική αισθητική είναι και συχνά αναπάντεχη. Είναι τολμηρή. Η πολυμορφία και η πειραματική διάσταση του έργου του δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται και να μεταλλάσσεται. Η ποίηση του είναι εικονοποιητική, και ο λόγος του αισθητηριοκεντρικός τα οποία φανερώνουν τα ελληνικά ιδανικά αλλά και μία ιδανική Ελλάδα σε ένα ευρύτερο νοηματικό πλαίσιο.


Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση.
Από τα γυμνασιακά χρόνια ήδη έρχεται σε επαφή με το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου και γνωρίζει τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Ξόδευε όλο του το χαρτζιλίκι αγοράζοντας βιβλία (με θέμα την Ελληνική φύση) και περιοδικά. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ (1) και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία. Ο ίδιος είπε, «...μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση». Αργότερα μελέτησε τον Γιώργο Σεφέρη, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Γεώργιο Θεοτοκά, τον Άγγελο Τερζάκη και τον Κοσμά Πολίτη.
Όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ο Ελληνογάλλος τεχνοκριτικός E. Teriade (Στρατής Ελευθεριάδης) τον γνώρισε με τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο, τον Πικάσο. Τότε γνώρισε και τον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα. Στο Παρίσι παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. «Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές, στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St.Germain des Pres».
Η έμφυτη εκτίμηση του πεδίου και των λεπτομερειών της φύσης έχει την ίδια ακρίβεια και διορατικότητα του Βικτοριανού ποιητή του Gerard Many Hopkins. 


Η Ελλάδα
Η μακρά ιστορία της Ελλάδας, η μυθολογία, το ηλιόλουστο τοπίο ενέπνευσε τα έργα καθώς και ο αντίκτυπος των εμπειριών του σε νεαρή ηλικία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, ως ανθυπολοχαγός στον Αλβανικό Πόλεμο, την Γερμανική Κατοχή και τον εμφύλιο που ακολούθησε.

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
στήνει στην γη καράβι κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Κάνει να πάρει πέτρα την επαρατά
κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύρρανους
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Ένα από τα κολάζ του Ελύτη 


Η ζωή του
Ο Οδυσσέας γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1911 και ήταν ο μικρότερος των έξι παιδιών της ευκατάστατης οικογένειας Αλεπουδέλη. Η οικογένεια Αλεπουδέλη είχε το εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1917 γράφτηκε στο ιδιωτικό σχολείο Δ. Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι. Θ. Κακριδή.
Το 1918 πεθαίνει η αγαπημένη του αδελφή, η Μυρσίνη.
Το Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, με αποκορύφωμα τη σύλληψη του πατέρα του, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες. Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο. 
Ο Ελύτης χάνει τον πατέρα του το 1925.
Ενέδωσε στις πιέσεις της οικογένειας του να σπουδάσει χημικός και του ξεκίνησαν ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και στράφηκε στον αθλητισμό. Όμως την Άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντας τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία.
Το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Δεν πέρασε καιρός, και άρχισε να συμμετέχει στα "Συμπόσια του Σαββάτου" που διοργανώνονταν από τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Κ. Τσάτσο, τον Ι. Θεοδωρακόπουλο και τον Ι. Συκουτρή. 
Το 1935 γνωρίζει τον ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, που θα επηρεάσει καθοριστικά την ποίησή του, όπως και τη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου, η οποία θα ασκήσει σημαντική επίδραση στον εικονιστικό προσανατολισμό της ποίησης του.
Ως φοιτητής της Νομικής γνώρισε τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη καθώς και τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων. Τα Νέα Γράμματα έφεραν στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. 
Ελ ύ τ η ς
Ο Ελύτης δημοσίευσε τα πρώτα ποιήματά του με το ψευδώνυμο Ελύτης που το χρησιμοποίησε έως το τέλος της ζωής του. Το ελ του ψευδωνύμου του έχει ηχητικές ομοιότητες με τις λέξεις Ελλάδα, Ελευθερία, Ελπίδα και ...Ελένη  -για μια κοπέλα που είχε κάποτε ερωτευτεί. Η πρώτη σου συλλογή ποίησης Προσανατολισμοί δημοσιεύθηκαν το 1940 και ήταν μόνο 29 χρονών. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Samuel Baud Bovy δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Douleurs.

Η ΤΡΕΛΗ ΡΟΔΙΑ
Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή

ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;



Το 1940 η Ιταλία εισβάλλει στην Αλβανία και ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α' Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. 

Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943.


Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Με αυτό το έργο άρχισαν να τον αποκαλούν Ο ήλιο-προσκυνητής
Την περίοδο 1945-1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από πρόταση του Γ. Σεφέρη, ο οποίος ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε επίσης με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την «Ελευθερία» και την «Καθημερινή», όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.
Κι έτσι γεννήθηκε «Το Άξιον Εστί».

«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάνης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση. Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν. Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δώσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε «Το Άξιον Εστί».
Έτσι, το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από Το Άξιον Εστί στην Επιθεώρηση Τέχνης. Όλο το έργο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1960. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για Το Άξιον Εστί το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. (2)

Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό, ενώ στη Γερμανία εκδόθηκε επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Korper des Sommers».
Ωστόσο, το 1960 σημάδεψε τον Οδυσσέα Ελύτη με ένα βαρύτατο διπλό πένθος, καθώς έχασε τη μητέρα του και τον αδελφό του Κωνσταντίνο.
Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο. Ωστόσο, το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο θέατρο Rex. 
Το εξώφυλλο του άλμπουμ έχει φιλοτεχνήσει ο Γιάννης Τσαρούχης


H γενιά του 30 μετά 33 έτη. 9 Μαρτίου 1963, στο σπίτι του Γιώργου Θεοτοκά. Όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Hλίας Bενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Αντρέας Kαραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας και Γιώργος Θεοτοκάς. Kαθισμένοι: Άγγελος Tερζάκης, K.Θ. Δημαράς, Γιώργος Kατσίμπαλης, Kοσμάς Πολίτης και Ανδρέας Eμπειρίκος. 

Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία για το βράβευση Νόμπελ έγινε στις 18 Οκτωβρίου το 1979. Το σκεπτικό της απόφασης της Επιτροπής αναφέρει μεταξύ άλλων, «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα».


Στην ομιλία κατά την τελετή απονομής του Βραβείου Νόμπελ, (10/12/1979) ο Οδυσσέας Ελύτης είπε:
«...Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ' αντικείμενα σ' όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία. Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της Κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσια-ίσια να ξεπεράσουν την ύλη, το δείχνει καθαρά. Όπως επίσης, ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλλουν το θείο. Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική, επέμβαση, μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε πιστεύω ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση. Όχι ν' αρκεστεί στο «νυν έχον» αλλά να επεκταθεί στο «δυνατόν γενέσθαι». Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ίσως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ίσως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνιους».

Ο Ελύτης έγραψε Το Μονόγραμμα στο Παρίσι όπου βρισκόταν ως αυτοεξόριστος. Ένα από τα πιο λυρικά του ποιήματα· ο εραστής αντιμετωπίζει το ακαταμάχητο στοιχείο του χρόνου και το ποίημα ακολουθεί τις προσπάθειες του να το αποδεχτεί χωρίς απελπισία. 

Οδ. Ελύτης - Το Μονόγραμμα ~ απαγγελία Ιουλίτας Ηλιοπούλου - Μίκη Θεοδωράκη:  https://www.youtube.com/watch?v=u09Zaog2bzM

Η ποίηση του Ελύτη έχει μεταφραστεί σε 29 γλώσσες. Έχει γράψει 10 συλλογές ποιημάτων, σημαντικά δοκίμια συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων. Ο Ελύτης φρόντιζε η προσωπική του ζωή να βρίσκεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Τελευταία σύντροφος της ζωής του ήταν η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, που ήταν και η κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου του.  


Ο Οδυσσέας Ελύτης — Αλεπουδέλης πέθανε στις 18/03/1996 με ανακοπή καρδιάς. Ο οικογενειακός τάφος του βρίσκεται στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών.  


Αναρωτήθηκα για τα βότσαλα στον τάφο του μέχρι που διάβασα αυτόν τον στοίχο από το Μονόγραμμα. 
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς

Η Αυτοψία
Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να ‘χει σταλάξει στα φύλλα
της καρδίας του.
Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο, καρ-
τερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του ‘χε αρπάξει τα
σωθικά.
Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.
Οι φωνές των πουλιών, που ‘χε σ’ ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθί-
σει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βο-
λετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.
Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό

Που τ’ αντίκρισε -είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του
αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σα-
λεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.


Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.

Και μονάχα στην κόγχη από τ' αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι
πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το
μαράζι του έρωτα και τη βοή του άνεμου.

Όσο γι' αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ' αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε γυναίκα.


Θα 'χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.



ΙΔΟΥ ἐγὼ λοιπόν
ΙΔΟΥ ἐγὼ λοιπόν,
ὁ πλασμένος γιὰ τὶς μικρὲς Κόρες καὶ τὰ νησιά τοῦ Αἰγαίου·
ὁ ἐραστής τοῦ σκιρτήματος τῶν ζαρκαδιῶν
καὶ μύστης τῶν φύλλων τῆς ἐλιᾶς ·
ὁ ἡλιοπότης καὶ ἀκριδοκτόνος.
Ἰδοὺ ἐγὼ καταντικρύ
τοῦ μελανοῦ φορέματος τῶν ἀποφασισμένων
καὶ τῆς ἄδειας τῶν ἐτῶν, ποὺ τὰ τέκνα τῆς ἄμβλωσε,
γαστέρας, τὸ ἄγκρισμα !
Λύνει ἀέρας τὰ στοιχεία καὶ βροντὴ προσβάλλει τὰ βουνὰ.
Μοίρα τῶν ἀθώων, πάλι μόνη, νά σε, στὰ Στενά !
Στὰ Στενὰ τὰ χέρια μου ἄνοιξα
Στὰ Στενὰ τὰ χέρια μου ἂδειασα
κι ἂλλα πλούτη δὲν εἶδα, κι ἂλλα πλούτη δὲν ἄκουσα
παρὰ βρύσες κρύες νὰ τρέχουν
Ρόδια ἢ Ζέφυρο ἢ Φιλιά.
Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὅπλα του, εἶπα·
Στὰ Στενὰ τὰ ρόδια μου θ'ἀνοίξω
Στὰ Στενὰ φρουροὺς τοὺς ζέφυρους θὰ στήσω
τὰ φιλιὰ τὰ παλιὰ θ'ἀπολύσω ποὺ ἡ λαχτὰρα μου ἅγιασε !
Λύνει ἀέρας τὰ στοιχεία καὶ βροντὴ προσβάλλει τὰ βουνὰ.
Μοίρα τῶν ἀθώων, πάλι μόνη, νά σε, στὰ Στενά !

Ο Χάρτης


Υποσημειώσεις:
(1) Ν’ αγαπάς μονάχα τ’ απαλά και τ’ ασάλευτα» - «Έχουμε χρέος να συγκεντρώσουμε όλη την οργή»: Ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Γιάννης Ρίτσος ως μεταφραστές του Πωλ Ελυάρ. Διατριβή της Μ. Κόκκορη. https://ikee.lib.auth.gr/record/315073/files/GRI-2020-26711.pdf
(2) Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασσική ακρίβεια της φράσης ενώ η αυστηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης». Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γ.Π. Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού.
Πηγές:
Αλέξανδρος Παπάζογλου, ΜA Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνων Χωρών του Δ.Π.Θ. Γνωρίζοντας την Ελλάδα του Ελύτη: http://mareponticum.bscc.duth.gr/index_htm_files/Papazoglou_pi.pdf
https://tetraktis.wordpress.com/tag/οδυσσέας-ελύτης/
Υπό την επήρεια ενός Νομπέλ: https://www.tanea.gr/print/2019/10/05/lifearts/ypo-tin-epireia-crenos-nompel/ttps://iskra.gr/οδυσσέας-ελύτης-ο-ποιητής-του-φωτός-κα/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου