1811 -1885
Τμήμα 4/336 |
Με την ουτοπία του κλασικισμού ως πρωτοπορία και την Ευρωπαϊκή συγκρότηση του Ελληνικού ιδεώδους στα πρώτα χρόνια, η Αθήνα γνωρίζει το νεοκλασικισμό. Σε αυτό το πλαίσιο εργάστηκε ο Λύσανδρος Καυτανζόγλου .
Ο Καυτανζόγλου ήρθε στην Ελλάδα ως ήδη αναγνωρισμένος αρχιτέκτονας όταν ο Βασιλιάς Όθωνας και ο πατέρας του, έβαλαν μπροστά να μετατρέψουν την Αθήνα από μια Οθωμανική επαρχιακή πόλη σε πρωτεύουσα.
Ενώ τα έργα του είναι πολύ σημαντικά ο Καυτανζόγλου ήταν επίσης και Διευθυντής του τότε Τεχνικού σχολείου (το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο). Ήταν λάτρης ένθερμος της αρχαιότητος και ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής.
Εργάσθηκε για την ευόδωση των σκοπών της Αρχαιολογικής Εταιρείας, της οποίας διετέλεσε σύμβουλος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Νεοκλασικισμός και η Νέα ταυτότητα της Χώρας
Το να οικοδομήσεις μια σύγχρονη Ελλάδα μετά από μια μακρά διάρκεια Οθωμανικής κυριαρχίας δεν ήταν εξαιρετικά απλό. Η ταυτότητα της χώρας έπρεπε να αναζητηθεί αποκλειστικά στην αρχαιότητα. Το θέμα της σύνδεσης των νέων Ελλήνων με την αρχαιότητα συνδέθηκε εξαρχής με τη σύνδεσή τους με την σύγχρονη Ευρώπη.
Τέλος, ότι η νεοκλασική αρχιτεκτονική θα ήταν η επιλογή για την χώρα δεν υπήρχε καμία διαφωνία - ήταν δεδομένη.
Η Δρ. Ευθυμία Μαυρομιχάλη σημειώνει: «το αντικείμενο της παιδείας από τα χρόνια της επανάστασης και μετά είναι ο φωτισμός του λαού και η ανύψωση της πνευματικής του στάθμης για να αποκτήσει μια ισότιμη θέση δίπλα στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Το ιδανικό της εξομοίωσης με την Ευρώπη εξ υπακούει την άποψη παγιωμένη ήδη κατά τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα και αδιαμφισβήτητα κοινός τόπος για μέχρι του ΙΘ΄ αιώνα, ότι προσεγγίζοντας οι Έλληνες τον δυτικό πολιτισμό στην ουσία αναβαπτίζονται στον πολιτισμό των προγόνων τους. Δεν είναι παράδοξο να μιμούνται τη Δύση. Η Δύση είναι η μόνη που συντήρησε και διατήρησε τον Ελληνισμό. Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι κατά βάθος Ελληνικός άρα προσπαθούν να ανακτήσουν την πατρική κληρονομιά.» (1)
Από την αρχή η αρχιτεκτονική της Αθήνας λειτουργούσε με ένα αυστηρό πλαίσιο. Το 1836 όλες οι κατασκευές ήταν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών όπου η αρμόδια Διεύθυνση ενέκρινε όλα τα σχέδια. Συγκεκριμένα, στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εσωτερικών το διάταγμα «Περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της Επί των Εσωτερικών Γραμματεία της Επικράτειας», μεταξύ άλλων αναφέρει την επιτήρηση της οικοδόμησης στη χώρα και η εκπόνηση οικιστικών νόμων.
Εξάλλου, μεταξύ αυτών που συνόδευσαν τον ΄Όθωνα στην Ελλάδα το 1834 ήταν ο Λέο Φον Κλέντσε, ο μεγάλος αρχιτέκτονας της εποχής, ο οποίος ήταν αρχιτέκτονας του πατέρα του ΄Όθωνα, του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας. Φωτογραφίες από τα έργα του Κλέντσε.
Ο Λύσανδρος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1811. Ο πατέρας του ήταν ο Μερκούριος Καυτανζόγλου και η μητέρα του ήταν η Γαλλίδα Φρανσουάζ (Φανή) Ταβερνιέ. Ο παππούς του Λύσανδρου ήταν ο Ιωάννης Γούτας Καυτανζόγλου, πρόκριτος της Θεσσαλονίκης με μεγάλη προσφορά κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Ωστόσο, ο πατέρας του πέθανε το 1818 αφήνοντας την Φρανσουάζ χήρα με τρεις γιους. Ο φόβος για αντίποινα των Οθωμανών κατά της οικογένειας την οδήγησε στην απόφαση να καταφύγουν οικογενειακώς στην Μασσαλία. Εκεί ο Λύσανδρος έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Αργότερα ο Λύσανδρος σπούδασε αρχιτεκτονική στην Ρώμη, στο San Luca Academy. Διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του και απέσπασε σημαντικά βραβεία. Ως αρχιτέκτονας βραβεύτηκε στην Ιταλία με χρυσό μετάλλιο για την κατασκευή Πανεπιστημίου.
Το 1833 βραβεύτηκε στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό της Ακαδημίας του Μιλάνου. Διακρίθηκε από στην Γαλλία και στην Ιταλία, και έγινε διαδοχικά μέλος των Ακαδημιών Ρώμης, Μπολόνιας, Πάρμας, Μιλάνου, Βενετίας, Λονδίνου, Λισαβώνας, Μαδρίτης, Βιέννης, και Φιλαδέλφειας. Μπορεί να μην ήταν στα αρχικά σχέδια του να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Το 1832 ο Σταμάτης Κλεάνθης και ο Eduard Schaubert είχαν εκπονήσει το σχέδιο πόλεως της Αθήνας. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1834, με διάταγμα της αντιβασιλείας του Όθωνα, η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
«Η Αθήνα ως δόξα του αρχαίου κόσμου επρόκειτο να αποτελέσει το σύμβολο του νέου Ελληνισμού. Ο Ελληνισμός συσπειρωνόταν γύρω από ένα εθνικό κράτος, η νέα Ελλάδα ήταν η συνέχεια της αρχαίας. Η Ακρόπολη αποτελεί το ιδανικό του νεοέλληνα. Η πρωτεύουσα του νέου κράτους συγκεντρωμένη γύρω από αυτήν δηλώνει και το ιδανικό του. Ο στόχος είναι να φανεί αντάξιος της, να ταυτιστεί μαζί της και να προχωρήσει στην ολοκλήρωσή της αποστολής του, να γίνει και πάλι κέντρο τέχνης και πολιτισμού για την Ανατολή." (2).
Αρχιτέκτονες της Ευρώπης - και ειδικότερα Βαυαροί- αρχαιολόγοι και καλλιτέχνες ήρθαν να επισκεφτούν, να εργαστούν, να αρχειοθετήσουν και άλλοι να σχεδιάσουν σε έναν λευκό πίνακα τη νέα πρωτεύουσα.
Ο Λύσανδρος είχε γνωριστεί με τον Βασιλιά το 1839 σε μια εκδήλωση στο Θησείο. Του παρουσίασε το δικό του σχέδιο πόλεως, το οποίο είχε άλλη οπτική της πόλης. Ωστόσο, δεν μπόρεσε τότε να σπάσει τον κλοιό των ευνοούμενων της εποχής και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά την επανάσταση της Γ΄ Σεπτεμβρίου το 1843 όπου όσοι Βαυαροί είχαν παραμείνει στην Ελλάδα απολύθηκαν και αποχώρησαν από τη χώρα. Μαζί με αυτούς ήταν ο μέχρι τότε Διευθυντής της Σχολής ο Φρειδερίκος Τσέντερ. Έτσι, αναδιοργανώθηκε η Σχολή των Τεχνών και η Διεύθυνσή της ανατέθηκε στον Λύσανδρο Καυτανζόγλου. Ήταν μόλις 33 χρονών. Τα μαθήματα που διδάσκονται είναι: Ζωγραφική ανωτέρα, η Αγαλματοποία, η Αρχιτεκτονική, η Λιθογραφία και αργότερα η Ξυλογραφία, και η Χαλκογραφία .
Διηύθυνε το Σχολείο επί 19 ολόκληρα χρόνια και αναγκάσθηκε να παραιτηθεί μετά την έξωση του βασιλέως Όθωνος, του οποίου υπήρξε θερμός φίλος.
Η θητεία του στο Πολυτεχνείο
Ο Καυτανζόγλου έθεσε τις βάσεις για την οργάνωση και την ανάπτυξη του ιδρύματος και ήταν βασικός παράγοντας της ανέγερσης του κτηριακού συγκροτήματος του Πολυτεχνείου. Σχεδίασε το κτίριο, την γλυπτική και τη ζωγραφική. Το 1845 εισήγαγε το θεσμό των διαγωνισμών και για κάθε τάξη καθιερώθηκαν δύο βραβεία. Οι νικητές έπαιρναν υποτροφία για ένα χρόνο από 8 έως 30 δραχμές.
Το πνεύμα του Καυτανζόγλου και των τότε αρχών συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα το οποίο είναι από την επέτειο τελετή στο Βασιλικό Πολυτεχνείο το 1857: “Το έθνος ημών μόλις λαβόν την ελευθερίαν αυτού, ηθέλησε δια των κυβερνήσεων του να συντελέση εις την επάνοδον και διάδοσιν των ωραίων τεχνών εις την αρχαίαν αυτών πατρίδα το Πολυτεχνικών σχολείων, καθιδρυθέν προ τινός χρόνου, είναι τρανόν δείγμα της τάσεως του έθνους ημών προς την αναγέννησίν του, και του πόθου του να συγκαταταχθεί των πλέον πεπολιτισμένων εθνών της εποχής ημών.” (4)
Ως μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας ο Καυτανζόγλου υπερασπίστηκε την κατεδάφιση του τουρκικού θόλου που βρισκόταν κάτω από τη βόρεια πρόσταση του Eρεχθείου και στην ανασκαφή της νότιας πλευράς του Παρθενώνος, όπου υπήρχε μεγάλος σωρός ερειπίων από την εποχή της καταστροφής του.
Κατεδαφίστηκε το 1875. Ο Heinrich Schliemann ανέλαβε τα έξοδα. |
Η επιχειρηματολογία του ήταν ότι η Ελλάδα δεν είχε καμία υποχρέωση να συντηρήσει ένα βάρβαρο μνημείο. Ότι ήταν κλασικό αντικατόπτριζε την πραγματική φύση των Ελλήνων κι αυτός ήταν ο μόνος καθρέπτης του κράτους.
Ο Καυτανζόγλου διαφώνησε πολλές φορές με τον Σταμάτη Κλεάνθη. Το σχέδιο πόλεως που εκπόνησε ο Κλεάνθης με τον Schaubart το 1832 τον βρήκε αντίθετο. Υπάρχουν κείμενα που μπορείτε να διαβάσετε. (5)
Επίσης, με τον Ερνέστο Τσίλλερ δημιουργήθηκαν διαφωνίες. Ο Καυτανζόγλου θεωρούσε ότι είχε βρει το τέλειο μοντέλο για τα κτίρια της Αθήνας και οποιαδήποτε απόκλιση τον ενοχλούσε.
Μέσα στη Σχολή ο Καυτανζόγλου είχε γίνει από καιρό στόχος ομάδας φοιτητών, μεταξύ αυτών κι ο γλύπτης Δημήτρης Φιλιππότης - δυσαρεστημένων από τον τρόπο που διηύθυνε τα πράγματα. Δηλαδή, πίστευαν ότι διηύθυνε αυταρχικά και δίωκε τους φιλότιμους και ικανούς φοιτητές. Με τους αδελφούς Φυτάλοι είχε ιδιαίτερα καλή σχέση.
Το 1860 ο τότε Υπουργός Εξωτερικών, Ανδρέας Γ. Κουντουριώτης, κατήγγειλε στην Βουλή ότι ο Καυτανζόγλου δεν προήγαγε την Αρχιτεκτονική και γενικά την τεχνική μόρφωση όπως τις Καλές Τέχνες και ότι αρνήθηκε να παραδοθούν ακόμα και τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό της Σχολής μαθήματα των ειδικοτήτων αυτών.
Το 1862 ο ΄Όθωνας εκθρονίστηκε και ο Καυτανζόγλου παραιτήθηκε από τη θέση του στο Πολυτεχνείο. Συνέχισε να εργάζεται ως το θάνατό του τον Οκτώβριο του 1885.
Τα έργα του
Οι δύο θρίαμβοι του Καυτανζόγλου ήταν και είναι το Αρσάκειο και το κτίριο Αβέρωφ στο Πολυτεχνείο. Επίσης έκτισε νεοκλασικές εκκλησίες.
Ο Εθνικός Ευεργέτης, Απόστολος Αρσάκης (1789 – 1869 Έλληνας, Βλαχικής καταγωγής). Όταν φίλοι του πληροφόρησαν τον Αρσάκη για την ίδρυση στην Αθήνα της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και τους σκοπούς της και ότι θεμελίωσε, αλλά αδυνατούσε να οικοδομήσει, ελλείψει πόρων, σχολικό κτίριο, αποφάσισε να συνεισφέρει οικονομικά για την αποπεράτωσή του. Έτσι, με δικές του δαπάνες ανεγέρθηκε το μεγαλοπρεπές κτίριο της οδού Πανεπιστημίου, που χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο έως το 1933 και από τότε μέχρι σήμερα στεγάζει δικαστικές υπηρεσίες (πρώτα τα τακτικά δικαστήρια της πρωτεύουσας και κατόπιν το Συμβούλιο της Επικρατείας). Οι συνολικές χορηγίες του Αρσάκη προς τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία ανήλθαν στο ποσό των 600.000 χρυσών δραχμών. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον μεγάλο ευεργέτη του, το σχολείο ονομάστηκε «Αρσάκειον». Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και το κτίριο που περικλείεται από τις οδούς Πανεπιστημίου, Αρσάκη, Σταδίου και Πεσμαζόγλου.
Κατασκευάστηκε 1862-1876. Κτίστηκε με δωρεές των Μιχαήλ και Ελένης Τοσίτσα, του Νικολάου Στουρνάρη και του Γεωργίου Αβέρωφ και ονομάστηκε Mετσόβιον λόγω της καταγωγής των χορηγών του από το Mέτσοβο. |
Ιερός Ναός Άγιος Ανδρέας στην Πάτρα. Κατασκευάστηκε μεταξύ 1836-1845 |
Ιερός Ναός Αγία Ειρήνη επί της Αιόλου. Κατασκευάστηκε μεταξύ 1847-1850 |
Από την πίσω πλευρά αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της εκκλησίας. |
Ιερός Καθολικός Καθεδρικός Ναός Αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτη |
Ιερός Ναός Αγίων Κωνσταντίνος και Ελένη κοντά στην Πλατεία Ομόνοιας κατασκευάστηκε 1870-1872 |
Με τη γέννηση του διαδόχου του θρόνου Κωνσταντίνου Α΄ 1868, γιού του Γεωργίου Α΄ και Όλγα, ο Δήμος Αθηναίων ζήτησε την κατασκευή ενός ναού προς τιμήν του. Το Δημοτικό Συμβούλιο ανέθεσε τον σχεδιασμό και την κατασκευή του ναού στον Λ. Καυταντζόγλου το 1870. Η κατασκευή του ναού άρχισε το 1871. Ο ναός ολοκληρώθηκε το 1905 μετά από χορηγία της βασίλισσας Όλγας. Ο ναός αγιογραφήθηκε από τον Αναστάσιο Λουκίδη, με βοηθούς τον Φώτη Κόντογλου και τον Δημήτριο Δήμα.
Ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου πέθανε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 1885. Γιος του ήταν ο διπλωμάτης Λυσίμαχος Καυτανζόγλου (1870-1935), το κληροδότημα του οποίου χρηματοδότησε την ανέγερση του Καυτανζογλείου Σταδίου στη Θεσσαλονίκη.
Εκτός του Λυσίμαχου και του Ερμόδωρου-Ιωάννη, ο Λύσανδρος Καυτανζόγλου είχε και δύο κόρες, τη Φανή (γενν 1863, σύζ. Δημητρίου Ψάθη) και την Ελένη (γενν. 1872, σύζ. Χρήστου Ζωγράφου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου