Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Κείμενο της Τάνιας Θεοδώρου

1931-2020

Τμήμα 12/114


Άρα δεν είναι φήμη ο ουρανός υπάρχει...Κ.Δ.

«Κανένα τέλος δεν έρχεται με άδεια χέρια»
Ο πλούτος του ποιητικού έργου που άφησε πίσω της η Κική Δημουλά μετά τον θάνατό της το 2020 είναι η απόδειξη. Αν και από τις πλέον γνωστές Ελληνίδες ποιήτριες της σύγχρονης εποχής, σε μια συνέντευξη της στην LiFo, η ίδια αποκαλεί τον εαυτό της έναν «επίμονα κοινό άνθρωπο».



Θυμάμαι την πρώτη μου γνωριμία με την δουλειά της· ήταν στη διάρκεια μια καλοκαιρινής επίσκεψης στο πατρικό μου. Ο πατέρας μου επέστρεψε από τη βόλτα του και ακούμπησε δίπλα μου μια λεπτή, σκούρα μπλε έκδοση. Ήταν η συλλογή της ‘Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως’ (2007). Από την πρώτη κιόλας στιγμή, έγινα φανατική οπαδός της δουλειάς της.


Το να την διαβάζει κανείς είναι μια εμπειρία που μετουσιώνει τις λέξεις. Οι λέξεις ξεκλειδώνουν έννοιες και συναισθήματα που παλεύουν για να βρουν τη θέση τους μέσα στο ποιητικό της οικοδόμημα. Η ανάγκη, ο φόβος, η νύχτα… γίνονται όλα χαρακτήρες με δική τους βούληση. Η γραφή της είναι προσεκτική, αυτάρκης· δεν αφήνει εκκρεμότητες. 
 
Ο Παντελής Μπουκάλας στο άρθρο του The Fruit of Lyrical Melancholy, λέει για το χαρακτηριστικό της στυλ: «Μπορούμε να πιστεύουμε αφελώς ότι η δουλειά της περιορίζεται στην ευφορία που πηγάζει από τα θαυματουργά λόγια της, τη σχεδόν δαιμονική της ικανότητα για θαύματα, αλλά αυτό θα μας οδηγούσε να περιορίσουμε τη δουλειά της στη διαμόρφωση και μόνο». Είναι αλήθεια ότι η ποίησή της μετατρέπει συχνά τη γραμματική σε ανατρεπτικό στοιχείο κάτι που στην αρχή προκαλεί σύγχυση αλλά τελικά βοηθά σε μια διεργασία τεκμηρίωσης.

Για μένα, ανήκει στην κατηγορία ποιητών που περιλαμβάνει τους Καβάφη, Stephen Spender ή Emily Dickinson — ποιητές που έζησαν φαινομενικά «φυσιολογικές» ζωές, αλλά των οποίων οι εσωτερικές ευαισθησίες ήταν ευδιάκριτες. Είναι σαν μια υπερδύναμη που προέρχεται από την καταστολή —μια συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα ή αυτάρκεια στην έκφραση. Η Κική Δημουλά είπε: «Αυτάρκες είναι μόνο το μάταιον». Και αυτή η συνεχής διερεύνηση και υποκίνηση της ματαιότητας που χαρακτηρίζει το πεπερασμένο μας, είναι μέρος της γοητείας της ποίησής της.


Η ζωή της
Η Βασιλική Ράδου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου 1931 σε μια οικογένεια με ρίζες από Καλαμάτα. Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της, εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και παρέμεινε εκεί για 25 χρόνια, μέχρι την αποχώρησή της το 1974. Η πρώτη της ποιητική συλλογή δημοσιεύθηκε το 1952 όταν ήταν 21 χρονών. Το 1952, παντρεύτηκε τον επίσης ποιητή Άθω Δημούλα (1921-1986). Ο Άθως ήταν μηχανικός και είχε σπουδάσει στην Αθήνα, το Βέλγιο, την Αγγλία και τη Γαλλία.
Αν και σε διαφορετικές ηλικίες, ξεκίνησαν μαζί την καριέρα τους ως ποιητές. Απέκτησαν μαζί δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την Έλση.

Σε νεαρή ηλικία

Μετά το θάνατό του, η απώλεια του της κόστισε και αυτό αντικατοπτρίζεται
σε πολλά από τα ποιήματά της. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι
το «Πρόσεχε».

Πρόσεχε
Όταν στρώνεις το τραπέζι
πριν καθίσεις
να ελέγχεις σχολαστικά
την αντικρινή σου καρέκλα
αν είναι γερή μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές
μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί
αν υποσκάπτει το σκελετό
σκουλήκι
γιατί εκείνος που δεν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς.

Για οκτώ χρόνια ήταν συντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού ‘Κύκλος’ που εξέδιδε η τράπεζα, όπου και παρουσιάστηκε μεγάλο μέρος της δουλειάς της. Στη διάρκεια της ζωής της κέρδισε εθνικά λογοτεχνικά βραβεία για την ποίησή της. Το 2001, η Ακαδημία Αθηνών της απονέμει βραβείο για το συνολικό έργο της ζωής της. Ήταν μόλις η τρίτη γυναίκα που έλαβε αυτή την διάκριση. Έγινε μέλος της Ακαδημίας το 2002. Το 2009 λαμβάνει το ευρωπαϊκό βραβείο λογοτεχνίας και το έργο της μεταφράζεται στα γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, πολωνικά, ιταλικά και σε πολλές άλλες γλώσσες. Πολλοί από τους ένθερμους οπαδούς της πιστεύουν ότι θα έπρεπε να ήταν υποψήφια και για τον βραβείο Νόμπελ.


Πέθανε τον Φεβρουάριο του 2020 σε ηλικία 88 ετών. Όταν αργά στη ζωή, ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο γιατί εξακολουθεί να καπνίζει τόσο βαριά, η απάντησή της ήταν «επειδή η ζωή είναι τόσο σύντομη».


Η ποίησή της

Τα ποιήματά της λαμβάνουν χώρα σε αστικό τοπίο. Το βασικό σκηνικό, με λίγες εξαιρέσεις, είναι η Αθήνα· μια Αθήνα που αποτελεί όχημα για το χρόνο, την απώλεια και την λήθη να αναδείξουν μια συναισθηματική κατάσταση. Στα ποιήματά της υπάρχουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα και θέματα. Η βροχή καθορίζει την διάθεση. Είναι ένα σύμβολο απώλειας και μελαγχολίας, αλλά φαίνεται επίσης να προαναγγέλλει και κάθαρση.


Μια μετέωρη κυρία
Βρέχει...
Μία κυρία εξέχει στη βροχή
μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.
Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,
βαριές πατημασιές, καημού
τον βρόχινο του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι όλο αλλάζει στάση,
σαν κάτι πιο μεγάλο της,
ένα ανυπέρβλητο,
να ‘χει σταθεί
μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.
Γέρνει λοξά το σώμα
παίρνει την κλίση της βροχής
χοντρή σταγόνα μοιάζει–
όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.
Κι είναι η βροχή σαν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα
τα δίνει στη βροχή
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρά η ανάγκη
για πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Και, ξαφνικά,
σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,
κάνει να πάει μέσα.
Πού μέσα –
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.

Άλλα επαναλαμβανόμενα θέματα είναι η θάλασσα, αυτό το κατεξοχήν ελληνικό στοιχείο, η φωτογραφία (που ξεγελάει τη μνήμη και τον χρόνο) και όσο για τον Θεό, φαίνεται αρκετά θυμωμένη μαζί του. Και μετά υπάρχει ο θάνατος, το αγαπημένο της. Κάποτε αναφέρθηκε στον εαυτό της ως «αχθοφόρο μελαγχολίας».

Ήταν εξαιρετική με τις λέξεις, προφανώς, και είχε ένα υπέροχο χάρισμα να μετατρέπει την απλότητα σε πολυπλοκότητα: «Νομίζω ότι εκείνη που χρειάζεται τον έρωτα είναι η πραγματικότητα. Απ’ αυτήν λείπει. Αμφιβάλλω αν τον έχει ποτέ αισθανθεί».
Όταν της ζητήθηκε να περιγράψει τι είναι ποίημα, είπε: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».


Παρακάτω, είναι μερικά απ’ τα κλαδιά αυτού του δέντρου:

Πάσχα στο φούρνο
Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τί φωνάζεις είπα
σε ακούνε οι καλεσμένοι.
Ο φούρνος σου δεν καίει, βέλαξε
κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική
χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.

Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.
Παγωμένο το μέτωπο, τα πόδια, ο σβέρκος,
το χορτάρι, η βοσκή, τα κατσάβραχα,
η σφαγή.

Ασεβές το κανονικό
Τρελάθηκες δύση;
Βγάλε αμέσως τα κόκκινα
ντροπή
στην κηδεία σου πας.

Μπροστά σε ένα επιτραπέζιο ημερολόγιο

Μεσάνυχτα.
Πέθανες από ένα σήμερα ακαριαίο
αγαπημένη μου ημέρα.
Κόσμιο θάνατο επέδειξες
δεν καταδέχτηκες να τον καθυστερήσεις
με καλοπιάσματα
αφιερώνοντάς του ποιήματα
ούτε με παρακάλια πως έχεις μια ανήλικη
αγάπη ν’ αναθρέψεις και πού θα την αφήσεις.
Σε κοιτάζω τώρα ξαπλωμένη
σε ύπτια στάση, ανάσκελα
πάνω στο άγραφο ατσαλάκωτο
φύλλο του ημερολογίου
στο μαξιλάρι ακουμπάς το κεντημένο
με το μονόγραμμά σου: δεκαοχτώ
Ιανουάριος δύο χιλιάδες δέκα
Πόσο γαλήνια δείχνεις, νεανική
άσβηστο ακόμα ως και το ροδαλό
εκείνο ξάναμμα στην όψη
που σου προκαλούσε η μεγάλη ανηφοριά
προς την ανατολή σου.
σαν αγάπη ανήλικη απείραχτη φαντάζεις.
ας είναι ελαφρύ το φύλλο
της αυριανής μέρας που το γυρίζω τώρα
να σε σκεπάσει
μπρούμυτα πια πεσμένη.


Ο Χάρτης


Πηγές
https://www.poetryinternational.org/pi/poet/2455/Kiki-Dimoula/en/tile
https://www.poetryinternational.org/pi/cou_article/2427/Fruit-of-lyrical-
melancholy/en/tile
https://www.poetryinternational.org/pi/cou_article/2443/The-art-of-the-
fugue-and-loss-a-stepping-stone/en/tile
https://www.youtube.com/watch?v=likIf6L-voo

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου