Τρίτη 23 Απριλίου 2019

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ



 Κείμενο της Nicole Mabger



1915 -1984



Τμήμα 14/ 16B 
Ένας θρύλος! Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ή ο «Βλάχος», ή από φίλους, «Τσίλιος» ή «Τσιλάς», θεωρείται μουσική ευφυΐα, ποιητής των Ελλήνων και ο άρχοντας των «Ελληνικών Μπλουζ» ο οποίος κέρδισε τη θέση του στην ιστορία της Ελληνικής μουσικής από τις απαράμιλλες συνθέσεις του, από τους στοίχους που έχει γράψει, αλλά και από τον ταπεινό αλλά χαρισματικό χαρακτήρα του, ακούραστο ενθουσιασμό, επιμέλεια και αφοσίωση. Ο μοναδικός εσωτερικός μουσικός κόσμος του έφερε δραματικές αλλαγές στην Ελληνική μουσική και συνεισφέρει στον σχηματισμό του νέου λαϊκού – δημοφιλής αστική μουσική. Σημαντικότερα όμως, κατά την σκληρότερη περίοδο της Ελληνικής ιστορίας, έγινε η ελπίδα, η δύναμη και η συνείδηση των Ελλήνων, καθώς κατάφερε να απορροφήσει και να εκφράσει το ιστορικό κλίμα του έθνους που με γενναιότητα αντιμετώπισε σοβαρά γεγονότα και την τραγική δεκαετία της ιστορίας του – τη δικτατορία, τη Γερμανική κατοχή και τον Εμφύλιο πόλεμο.
Η Ζωή Του
Οι γονείς του Τσιτσάνη έφυγαν από την Ήπειρο το 1900 για να εγκατασταθούν στα Τρίκαλα.  Ο πατέρας του, ο Κώστας, κατασκευαστής τσαρουχιών, παντρεύτηκε τη γυναίκα του τη Βικτόρια και κάνανε δεκατέσσερα παιδιά, εκ των οποίων μόνο τα τέσσερα επιβίωσαν. Στον ελεύθερο χρόνο του έπαιζε μαντολίνο και τραγουδούσε κλέφτικα τραγούδια, αλλά δεν επιθυμούσε το ίδιο για τον γιο του, και τον έγγραψε για μαθήματα βιολιού στα οποία ο μικρός Βασίλης διακρίθηκε. Έπειτα από το θάνατο του πατέρα του, η οικογένεια έπεσε στη φτώχεια εξαιτίας της αστάθειας που επικρατούσε στη χώρα (μεταξύ 1924 και 1935, υπήρξαν είκοσι τρεις αλλαγές στη κυβέρνηση και δεκατρία πραξικοπήματα). Η ζωή για τον εντεκάχρονο Τσιτσάνη έγινε ανυπόφορη και το βιολί αποδείχθηκε πολύ χρήσιμο για μικρά κέρδη. Το μπουζούκι όμως κέρδισε την καρδιά του και όταν ο χρόνος ήταν κατάλληλος, σαν ένδειξη αναγνώρισης της καταγωγής της φτωχής οικογένειας του και διαμορφώνοντας την ταυτότητά του, έκανε την επιλογή για το «απαγορευμένο» όργανο.


Τον καιρό εκείνον, τα Τρίκαλα ήταν βαθύ πηγάδι μουσικών θησαυρών όπου μπορούσε κανείς να απορροφήσει τις Σμυρναίικες μελωδίες, τα «κλέφτικα», τοπικές καντάδες που αντηχούσαν σε όλη την περιοχή, παραδοσιακά τραγούδια, δημοτικά, ακόμα και δυτική μουσική – όπως φοξ τροτ και ταγκό. Δούλεψε σε διάφορες ταβέρνες, παρέδιδε εφημερίδες και έπαιζε μπουζούκι σε άμαξες. Το παίξιμο του μπουζουκιού σε πανηγύρια είχε κόστος για την αξιοπρέπειά του, καθώς ποτέ δεν θα ξεχνούσε την υποτιμητική συμπεριφορά με την οποία των αντιμετώπιζαν τα ευκατάστατα μέλη της κοινότητας των Τρικάλων που του πετούσαν κέρματα φωνάζοντας «παίξε ρε». Έγγραψε το πρώτο του τραγούδι σε ηλικία δεκαπέντε ετών, και κατά πάσα πιθανότητα τον καιρό εκείνον, στον πυρήνα της φτώχειας και του στιγματισμού, ορκίστηκε στον εαυτό του να γίνει διάσημος και σεβαστός μουσικός αγαπητός από όλους τους Έλληνες.



Αθήνα (1936-1938)
Το έτος 1936, ο Βασίλης Τσιτσάνης πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει νομική αλλά το πάθος του με το μπουζούκι και νυχτερινά μαγαζιά ήταν πιο δυνατό. Τα ρεμπέτικα –  και τα λεγόμενα «χασικλίδικα» που τραγουδιόντουσαν τον καιρό εκείνον στην υπόγεια μουσική σκηνή της Αθήνας ήταν τότε απαγορευμένα από το καθεστώς του Μεταξά και ως εκ τούτου ο Τσιτσάνης ανέλαβε να διαμορφώσει αυτήν την απαγορευμένη μουσική. Έκανε διάφορες καινοτομίες, αφαιρώντας ανατολικά στοιχεία και προσθέτοντας δυτικά στοιχεία, δημιούργησε τα δημοφιλή αστικά τραγούδια – το καινούριο λαϊκό που αργότερα στιγμάτισε την καριέρα του. 
Οι πρώτοι του θαυμαστές – μαθητές, που σύχναζαν στις ταβέρνες ‘Πλάτανο’ και αργότερα ‘Μπιζέλια’, διέδωσαν τη φήμη σε όλη την Αθήνα ενός βλάχου με καινούριο στυλ παιξίματος του μπουζουκιού. Οι παλιοί ρεμπέτες είχαν την αίσθηση ότι ο Τσιτσάνης πηγαίνει το είδος τους σε άλλη κατεύθυνση φέρνοντας την εποχή τους σε ένα τέλος, αλλά δεν τους έπαιρνε οικονομικά να αρνηθούν την πρότασή του να ερμηνεύσουν τα τραγούδια του καθώς αγωνίζονταν για την επιβίωση τους.

Η καθοριστική στιγμή στην ζωή του Τσιτσάνη ήταν όταν ο Περδικόπουλος ο τραγουδιστής, τον σύστησε στην Κολούμπια και ηχογράφησε το πρώτο τραγούδι του Σιγά καλέ μου την άμαξα.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο οι τρεις εταιρίες Columbia, His Master’s Voice, and Odeon τον διεκδικούσαν.
Θεσσαλονίκη (1938-1946)

Το 1938 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη όπου έμενε για τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Την ίδια χρονιά υπηρέτησε την θητεία του όπου συνέχισε να συνθέτει και να παίζει. Τιμωρήθηκε συχνά για τις αδικαιολόγητες απουσίες του όταν το έσκαγε για να παίζει σε ταβέρνες, αλλά αξιοποιούσε την ήσυχη απομόνωση του πειθαρχικού ιδρύματος γράφοντας κάποια από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του, το πιο διάσημο ήταν η Αρχόντισσα (1938).


Τα τραγούδια του, επηρεασμένα από την παιδική ηλικία του και ιστορίες στρατιωτών, γειτόνων και αρτοποιών, εκφράζανε ελπίδα, όνειρα, αγάπη και απόγνωση. Ερμηνεύτηκαν από τραγουδιστές όπως τον Στράτο Παγιουμιτζή, Στέλιο Περιπιανίδη και Μάρκο Βαμβακάρη. Η δυσκολία και λιμοκτονία που προκλήθηκε από την Γερμανική εισβολή έκανε τον Τσιτσάνη επαναστατικό καταφέροντας να εκδώσει περισσότερα από εκατό τραγούδια πριν το κλείσιμο των ηχογραφικών εταιριών.





Το 1942 παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά με την οποία έκανε δύο παιδιά τη Βικτόρια και τον Κώστα. Όντας νέος με περισσότερες ευθύνες και έχοντας στιγματιστεί από την εφιαλτική εμπειρία της κατοχής, λογοκρισίας, αντίστασης, προδοσίες και θάνατο, αποφάσισε εν μέσω ενός ταραχώδους πολέμου και στο κέντρο της κατεχόμενης πόλης, να ανοίξει μια ταβέρνα το «Ουζερί Τσιτσάνης». Έπαιζε τραγούδια που έκρυβαν κρυφά μηνύματα, μεταφορές και συμβολισμό, σε μια προσπάθεια να διαφύγει από την λογοκρισία, σ’αυτό επίσης βοήθησε η αμφιλεγόμενη σχέση με τον περιβόητο Νικόλαο Μουσχουντή, διευθυντή του κρατικού τμήματος ασφαλείας στη Θεσσαλονίκη, λάτρη του ρεμπέτικου και κουμπάρος του. Στο ουζερί του, οι φτωχοί ερχόντουσαν σε επαφή με τους ισχυρούς και τους πλούσιους – χαμάληδες, έμποροι της μαύρης αγοράς, ναυτικοί, η υπόγεια αντίσταση – όλοι απολάμβαναν τις συγκινητικές μελωδίες και στοίχους, συγχρονισμένους πάντα με την αίσθηση της κοινωνίας, πχ. Νύχτες Μαγικές, Όμορφη Θεσσαλονίκη, και βέβαια, το πιο διάσημο και εμβληματικό τραγούδι Συννεφιασμένη Κυριακή’ που ήταν βαθιά ενσωματωμένο στις ψυχές των ανθρώπων σε όλη την Ελλάδα.

Ο Τσιτσάνης επέστρεψε στη φτωχή Αθήνα το 1946 - το έτος όπου η τραυματισμένη, μεταπολεμική Ελλάδα μπήκε σε μία από τις πιο τραγικές περιόδους της ιστορίας της, τον Εμφύλιο Πόλεμο. Σε κάθε ταβέρνα που έπαιξε, προσελκούσε τους θαυμαστές του, ένας από τους οποίους ήταν ο νεαρός και επίδοξος μουσικός Μάνος Χατζιδάκις ο οποίος θαύμαζε τον Τσιτσάνη, και τον εκτιμούσε για τις γνήσιες λαϊκές του ιδιότητες.  Ο Τσιτσάνης απέκτησε περισσότερη επιτυχία και συνέχισε να εργάζεται ακούραστα, απομονωμένος στο στούντιο υπογείου του σπιτιού του. 

Η φήμη του έφερε στο προσκήνιο τους τραγουδιστές των οποίων οι φωνές ήταν η μεγάλη του έμπνευση, όπως η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, ο Μάρκος Βαμβακάρης, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης και η Μαρίκα Νίνου. Η δεκαετία που ακολούθησε το τέλος του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου είναι ίσως η πιο παραγωγική στην καριέρα του, καθώς πολλά από τα τραγούδια του σηματοδότησαν μεγάλη επιτυχία.

                                          
Πάλι κατέλαβε τον παλμό των ανθρώπων και άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές τους με τα αινιγματικά κοινωνικά τους μηνύματα, π.χ. Κάνε λιγάκι υπομονή, 1948, Είμαστε Αλάνια, Καβουράκια, Ξημερώνει και Βραδιάζει, 1950, και το πιο συναρπαστικό απ’ όλα «Κάποια μάνα αναστενάζει», 1947, που γράφτηκε εν μέσω του εμφυλίου πολέμου και τραγουδήθηκε τόσο από την αριστερά όσο και από την δεξιά, καθώς εξέφραζε τη βαθιά θλίψη μιας μάνας που περίμενε να επιστρέψει ο γιος της από τον πόλεμο.
Κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες στην Αθήνα, έπαιζε σε πολλά μαγαζιά όπως «Ο Μάριος», «Fat Jimmy», Τζιτζιφιές και Φαληρικόν, μέχρι που εγκαταστάθηκε το 1964 στο νυχτερινό κέντρο «Χάραμα» στη Καισαριανή στο οποίο έμεινε πιστός μέχρι το τέλος της ζωής του το 1984.
Αθήνα (1946-1984)

Τσιτσάνης ως Άνθρωπος και Χαρακτήρας

Εκτός από την μουσική μεγαλοφυΐα του Τσιτσάνη, ήταν και ο χαρακτήρας του που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην διαιώνιση του μεγαλείου του, που εξελίχθηκε κυρίως κατά τη διάρκεια των δραματικών γεγονότων της εποχής του, που τον ώθησαν να σκεφτεί τις επαναλαμβανόμενες έννοιες όπως την τιμή, την αλληλεγγύη, την αντίσταση, την οικογένεια, την προδοσία, το καθήκον και τη χώρα. Ανήσυχος, αξιοπρεπής και χαρισματικός, κατάφερε  να παραμείνει πάνω από τις παρορμητικές αντιδράσεις και τις επαναλαμβανόμενες μικρότερες τριβές.

Ήταν γνωστός για τον υψηλό επαγγελματισμό του, την επιμονή του, τους εκλεπτυσμένους τρόπους του, την έμφυτη ευγένεια και την αξιοθαύμαστη σεμνότητα του. Αν και βαθιά στοχαστικός και συναισθηματικός, δεν πολιτικοποιήθηκε. Ποτέ δεν θεωρήθηκε δικός τους, ούτε από την δεξιά, ούτε από την αριστερά, η οποία πίστευε ότι τα τραγούδια του δεν είχαν τις λέξεις-κλειδιά που υποστήριζαν την ταξική πάλη.  Το εύρος του πνεύματος του δεν του επέτρεψε να υποκύψει στη ματαιότητα κατά τη διάρκεια αυτών των διαιρετικών και άκρως φορτισμένων καιρών και προσπάθησε σκληρά να μην αφήσει τίποτα να εμποδίσει τη φιλοδοξία του να γίνει ένας διάσημος και αγαπημένος μουσικός.

Τσιτσάνης ως Μουσικός και Στιχογράφος

Ο Τσιτσάνης ήταν πολυτάλαντος καλλιτέχνης - λαμπρός ως συνθέτης, δημιουργικός ως στιχουργός. Με την ανεπιτήδευτη φωνή του, είχε αναπτύξει ακόμη και έναν αξιοθαύμαστο τρόπο τραγουδιού με ένα στακάτο ύφος που ήταν πολύ χαρακτηριστικό του. Τα τραγούδια του, με τη μουσικότητα των βιρτουόζικων συνθέσεων του  μπορούσαν να περιγραφούν ως γήινα, σκοτεινά και σκληρά, αλλά και ζωντανά και ευγενικά.
Κατάφερε να αφαιρέσει το στίγμα από το μπουζούκι και το έθεσε στην ηγετική θέση ανάμεσα στα όργανα της νεοσυσταθείσας μουσικής κουλτούρας. Έχει μεταβάλει το βαρύ ρεμπέτικο με μοναδικές καινοτομίες, ενσωματώνοντας δυτικά χαρακτηριστικά, εξαλείφοντας κάποια ανατολίτικα στοιχεία, απαλλάσσοντας τους από πονηρά υπονοούμενα και απλοποιώντας τις παραδοσιακές μουσικές κλίμακες (μεγάλες και δευτερεύουσες) και μετατρέποντάς τους σε «μινοράκια» και «μαζοράκια», όπως του άρεσε να λέει. Η επανάληψη του ονόματός του στους στίχους και τους τίτλους των τραγουδιών του ήταν εξίσου άνευ προηγουμένου και ο μοναδικός τρόπος του να προωθήσει τον εαυτό του και τη μουσική του, όπως π.χ. Ο Τσιτσάνης άκουσε την Ζούγκλα, Παίξε Τσιτσάνη μου το Μπουζουκάκι, και το Μινόρε του Τσιτσάνη. Όσο περίεργο κι’ αν φαίνεται, ο Τσιτσάνης φοβόταν να γίνει μέτριος μουσικός και ως εκ τούτου αγωνίστηκε μόνο για την αριστεία και την ατομικότητα που θα αγκαλιαζόταν από όλους τους Έλληνες. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι πέτυχε σε αυτό.
Ο Τσιτσάνης ύμνησε τις Γυναίκες

Οι γυναίκες ήταν οι μούσες του Τσιτσάνη και συνεχής πηγή έμπνευσης, που αντιπροσώπευαν την ελπίδα και το πάθος για τη ζωή. Τις θαύμαζε, τις επιθυμούσε και τις τίμησε. Ήταν συνεπαρμένος από τη γοητεία και το θάρρος τους, αλλά και από τις μη ιδιαιτέρως κολακευτικές τους ιδιότητες, που εκφράζονται τόσο πολύ στους στίχους των τραγουδιών του, π.χ. αρχόντισσα, μποέμισα, κουκλίτσα, ονειρεμένη, νεράιδα, αγαπούλα, ερωτιάρα αλλά και μάγισσα, κακούργα, αχάριστη, τρελή, και παμπόνηρη.  Έγραψε τραγούδια για γυναικείες φωνές που θα απάγγελλαν σε μια άλλη γυναίκα λόγια αγάπης, παρηγοριάς, αγωνίας και οργής, δείχνοντας έτσι ότι οι γυναίκες και οι άνδρες μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα, είτε είναι αγάπη ή πόνος.


Με την Σωτηρία Μπέλλου  
Ήταν εξίσου πρωτοποριακός στην ενθάρρυνση των τραγουδιστριών Σωτηρίας Μπέλλου και Μαρίκας Νίνου, και τις ώθησε να ξεφύγουν από την παραδοσιακή καρέκλα στην σκηνή και να τραγουδήσουν μόνες τους ώστε να εκφράσουν καλύτερα τα συναισθήματα μιας γυναίκας. Και οι γυναίκες ανταπέδιδαν με το παραπάνω τον θαυμασμό που είχε για εκείνες, όπως σε περίπτωση της τραγουδίστριας Μαρίκα Νίνου η οποία λάτρευε τον Τσιτσάνη και μαζί έγιναν το πιο εμπορικό ντουέτο της εποχής εκείνης. 

Κάποιοι λένε ότι έζησαν τέσσερα χρόνια (1949-53) ταραχώδης, παθιασμένου και απαγορευμένου έρωτα που του έδωσε έμπνευση να γράψει εντός της πρώτης διετίας της σχέσης τους, σχεδόν 100 τραγούδια. Ένα από τα διάσημα τραγούδια «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» γράφτηκε από τον Τσιτσάνη για εκείνη, ως αποχαιρετιστήριο μήνυμα για χωρισμό.


Ο Τσιτσάνης με τη Μαρίκα Νίνου

https://www.youtube.com/watch?v=I61wvNENIbI
Τσιτσάνης και Αντιπαράθεση

Παρόλο που κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν ότι η πρωτογενής έμπνευση (παρθενογένεση) στις τέχνες και κυρίως στη μουσική είναι σχεδόν ανύπαρκτη, δεν γλύτωσε τον Τσιτσάνη από διαμάχες και εμπόδια που έπρεπε να ξεπεράσει λόγω κάποιων αντιπαραθέσεων για τα τραγούδια του, όπως «Καβουράκια», της κυριότητας του οποίου διεκδικούσε η στιχουργός Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Η πιο διάσημη περίπτωση διαφωνίας ήταν το τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή», το οποίο το έφερε στο δικαστήριο ο Αλέκος Γουβέρης, αλλά ο Τσιτσάνης κέρδισε.
Η Κληρονομιά του


Η συμβολή του Τσιτσάνη στην ελληνική μουσική κληρονομιά ήταν τεράστια. Εκτός από τη δημιουργία αστικών λαϊκών τραγουδιών - νέα λαϊκά, έγινε γνωστός για τον αριθμό των γραπτών τραγουδιών και ρεκόρ παραγωγών, τα οποία, αναλογικά, θα μπορούσαν να συγκριθούν με τα επιτεύγματα του Elvis Presley και των Beatles. Η σχολή του Ρεμπέτικου Θεσσαλονίκης αποδείχτηκε πολύ ευνοϊκή για την καλλιέργεια της γενιάς των νέων μουσικών, που αργότερα επηρέασε την ανάπτυξη του μουσικού είδους «έντεχνο», που εκπροσωπείται από συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Λοϊζος και ο Μούτσης. Το έργο του περιγράφεται σε αμέτρητα υπερθετικά στοιχεία από προσωπικότητες όπως ο Χατζηδάκης που τον συνέκρινε με τον Μπάχ, τον Μπετόβεν και τον Μότσαρτ.


Ο Τσιτσάνης με τη Μάνο Χατζιδάκι

Ο Θεοδωράκης θεωρούσε τον εαυτό του ταπεινό μαθητή του Τσιτσάνη, και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης δήλωσε ότι χάρη στον Τσιτσάνη, η Ελλάδα θα μπορούσε να υπερηφανεύεται για την ύπαρξη πολιτισμού κατά τα πιο σκληρά χρόνια της ιστορίας της. 




Ωστόσο, ο Τσιτσάνης επιθυμούσε την αναγνώριση από αλλού - την πατρίδα του τα Τρίκαλα, και πέρασε μια ζωή εν αναμονή της. Δυστυχώς, ήρθε μόνο το 1980, όταν η πόλη διοργάνωσε ετήσιο διεθνές μουσικό φεστιβάλ «Τσιτσάνια». Παρ’ ότι καθυστερημένα, το 2017, η πόλη των Τρικάλων άνοιξε το Μουσείο Τσιτσάνη, το οποίο στεγάζεται στο Οθωμανικό λουτρό του 16ου αιώνα το οποίο και αργότερα χρησίμευε και ως φυλακή.



Στη διεθνή σκηνή, είχε κερδίσει τον θαυμασμό του Woody Allan ο οποίος χρησιμοποίησε τη μουσική του στην ταινία «Mighty Afrodite» και αναγνωρίστηκε από την UNESCO, η οποία χορήγησε το 1980, την καταγραφή ενός διπλού άλμπουμ του Τσιτσιάνη που ονομάζονταν «Χάραμα». Το 1985, το ίδιο άλμπουμ κέρδισε ένα διακεκριμένο βραβείο από τη μουσική ακαδημία Charles Cros της Γαλλίας.




Ο Τσιτσάνης απεβίωσε στα 69α γενέθλιά του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, μετά από χειρουργική επέμβαση του πνεύμονα στο νοσοκομείο Royal Brompton στο Λονδίνο. Πένθησε όλη η Ελλάδα και η μουσική του αγαπήθηκε και παίζεται μέχρι σήμερα.


Ο Χάρτης 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου