Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ




 1797   -    1864


Τμήμα 1/25


«Ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά». (1)

«…Σε κάμποσον καιρό έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου. Οι Τούρκοι του Αληπασσά θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμέλια και όλο μας το σόι σηκωθήκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λειβαδιάν να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από ένα γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε και δεκαοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κι  έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα  κι΄ έτρωγα από αυτό το γάλα. Μη υποφέροντας πλέον τη πείνα, αποφάσισαν να περάσουν από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό  να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και  με πέταξαν εις το δάσος, εις το Κόκκινον ονομαζόμενον και προχώρησαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και του λέγει «η αμαρτία του βρέφους θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε στο τάδε μέρος και σταθήτε …το παίρνω κι αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνουμε»…η μητέρα μου και ο Θεός μας έσωσε …και πήγαμεν εις Λειβαδιά και μας περασπίστηκαν οι φιλάνθρωποι άρχοντες εκεί κάμποσον καιρόν, όσο και πιαστήκαμεν και κάμαμεν εκεί σπίτια υποστατικά...» (Από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.)

Φτωχός ο Γιάννης Μακρυγιάννης αλλά με μεγάλη θέληση να μάθει. Παρακαλούσε τους φίλους του να του μάθουν γράμματα, να μπορεί να γράφει. Ο Γιώργος Σεφέρης στην ομιλία του στην Μέση Ανατολή (2)  διευκρινίζει για τον Μακρυγιάννη «…δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του⸱ είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία⸱ κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα− είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ΄21.»

Το επώνυμο του ήταν Τριανταφύλλου. Το  Μακρυγιάννης το πήρε για το ψηλό του ανάστημα.

Ο Μακρυγιάννης περιγράφει τα πρώτα του χρόνια στη Λειβαδιά. «Ήθελαν να κάνω…δουλειές ταπεινές του σπιτιού …αυτό ήταν ο θάνατός μου.» Στα δεκατέσσερα του χρόνια σε ένα πανηγύρι το αφεντικό του τον έδειρε μπροστά σε όλον τον κόσμο που θέλησε να ρίξει μια ντουφεκιά με το ντουφέκι του.. «Τότε μ΄ έπιασε σ΄ όλο τον κόσμον ομπρός  και με πέθανε στο ξύλο. Δε μ΄ έβλαβε το ξύλο τόσο περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν κι εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονο δεν ήβρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει. Έκρινα εύλογο να προστρέξω στον Αϊ Γιάννη, ότι στο σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω τη νύχτα μέσα στην εκκλησία του και κλείω την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες: Τ΄ είναι αυτό που έγινε σε εμένα, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγκιά χρήματα, κι εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιο. Με τις πολλές φωνές κάμαμε τις συμφωνίες με τον άγιο.»  Δείχνει έναν υπερήφανο αλλά και ευαίσθητο άνθρωπο που  δεν ντρέπεται να ομολογήσει στα απομνημονεύματά του τα αισθήματά του και όταν καζάντισε του Θεού τα ελέη,  «Τότε έφκιασα ντουφέκι ασημένιο, πιστιόλες κι άρματα, κι ένα καντήλι καλό» για τον Αϊ Γιάννη. 

Στα είκοσι τρία χρόνια του μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία (1820). «Μπήκα στο μυστικό…και πήγα στο σπίτι μου κι εργαζόμουνε για την πατρίδα μου και θρησκεία μου να τη δουλέψω ΄λικρινώς, καθώς τη δούλεψα, να μη με ειπεί κλέφτη και άρπαγο, αλλά να με ειπεί τέκνο της κι εγώ μητέρα μου.»


Η Μάχη των Μυλών της Ναυπλίας


Βρίσκεται
ως  πραματευτής  (Μαζεύει πληροφορίες από τους οπλαρχηγούς) στην Πάτρα όταν ξεσπά η Επανάσταση. Στην Άρτα τον πιάνουν για να τον κρεμάσουν αλλά ξεφεύγει. Ο Μακρυγιάννης διαφωνεί έντονα με τον Γώγο Μπακόλα, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γκούρα οι οποίοι κάνουν πλιάτσικο.


Ο Κολοκοτρώνης τον  στέλνει στον Μοριά. Ωστόσο, όταν σχηματίστηκε το παράνομο εκτελεστικό στο Κρανίδι  και υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, ο Μακρυγιάννης βρέθηκε με το νέο εκτελεστικό του Κρανιδίου στο πλευρό του Γ. Κουντουριώτη, του Κωλέττη και του Μαυροκορδάτου και πολέμησε για λογαριασμό τους εναντίον της άλλης παράταξης στη Δαλαμανάρα (9/10 Μαΐου 1824). Μετά τον έστειλαν στην Αρκαδία και Μεσσηνία.

Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτών χωρίων


Η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον κάνει αντιστράτηγο. Ο Μακρυγιάννης παρασύρεται και χωρίς να το καταλάβει, έγινε όργανο της παράνομης κυβέρνησης. Ο ίδιος σημειώνει στ’ απομνημονεύματά του: «Δεν ήξερε κανείς τι να κάμει. Ήμουν άμαθος από τέτοια». Απογοητευμένος από όλους, σημειώνει παρακάτω: «Μούτζες και στρούτζες να ’χουν και το ’να και τ’ άλλο μέρος».

Μάχαι Άργους

Όταν ο Ιμπραήμ πάτησε τον Μοριά, ο Μακρυγιάννης τον πολέμησε στο Νιόκαστρο και μετά στους Μύλους,  αποφασιστικά (13 Ιουνίου 1825), μαζί με τον  Δημήτρη Υψηλάντη,  τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και άλλους και στάθηκε ο κυριότερος συντελεστής της νίκης.

Στη μάχη της Ακρόπολης κινδύνευσε η ζωή του. Όταν  πια νόμιζε ότι ήταν το τέλος του είπε στους συναγωνιστές του, «Αφήτε με να με τελειώσουνε εδώ, να μην ιδώ τους Τούρκους ζωντανός να μου πατήσουνε το πόστο μου. Τότε οι καημένοι οι Έλληνες με λυπήθηκαν πολύ⸱ πολέμησαν γενναίως, διώξαν τους Τούρκους από τη ντάπια (οχυρό) μας και τους έβαλαν όλους στις καμάρες.» 


Η Πολιορκία των Αθηνών

Αυτοί οι πολεμιστές, οι αγωνιστές της Ελλάδας, της ανεξάρτητης Ελλάδας, σαν τους Φιλικούς μπήκαν με μια μονοκονδυλιά στην πάντα με τους αντιβασιλείς του Οθωνα. Γράφει ο Μακρυγιάννης: «Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σ΄ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μια φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνε χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. ΄Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων κι εκείνους που αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, στο χάνι της Γαβριάς⸱ κι εκείνους που λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες στα Βασιλικά⸱ κι εκείνους που αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου, όπου πολεμήθηκαν συγχρόνως σ΄ αυτές τις δύο θέσεις  που ναι τα κλειδιά σου − ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου, και τ΄ άλλο των Θερμοπύλων. Κι αφού πήγανε κι από τα δυό μέρη ν΄ ανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι, τόσοι λίγοι, ογδόντα ένας στη Λαγκάδα, γιόμωσαν τον τόπο κόκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν, εκείνοι οι ολίγοι, στ΄ άλλο το μέρος των Θερμοπύλων κι αλλού. Αυτήνοι, σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες  και πολεμοφόδια. Αυτήνοι ψύχωσαν εκείνους που πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές⸱ και νηστικούς κι αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι αδελφούς του. Ο Αυγουστίνος  κι ο Βιάρος (3) αυτήνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτσια κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστές κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;»

Οι πολιορκίες του Μεσολογγίου 

Μας λέει ο ιστορικός,  Jon Meacham  για τον Πρόεδρο των  ΗΠΑ, ο Τόμας Τζέφερσον: «Καταλάβαινε την πολιτική της ελπίδας: Καταλάβαινε ότι παρά το γεγονός ότι η ιστορία είναι τραγική, παρά το γεγονός ότι η ζωή είναι δύσκολη, παρά το γεγονός ότι ο πολιτικός ανταγωνισμός είναι αναπόφευκτος, καταλάβαινε ότι έπρεπε να υπάρχει ένα όραμα για ένα ελπιδοφόρο μέλλον και ότι δεν μπορούσαν να φοβούνται αυτό το μέλλον. Έτσι, καταλάβαινε ότι υπήρχε μια θεμελιώδης ανθρώπινη ανάγκη να κοιτάξουν μπροστά και να αισθανθούν ότι  ο κόπος, η αιματοχυσία και ο πόνος ήταν ένα είδος επένδυσης, μια προκαταβολή που ήταν μέρος μιας μεγαλύτερης τραγωδίας που σε πήγαινε από το ένα σημείο σε ένα υψηλότερο σημείο.

Πόλεμος των Βασιλικών 

O Σεφέρης λέει στην ομιλία του:  «Για τους ανθρώπους που ανάλαβαν να διοικήσουν τον τόπο, υπήρχε ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα: να βάλουν σε τάξη ένα χάος, όπως έλεγαν⸱ να νοσηλέψουν, να βοηθήσουν, να ψυχώσουν ένα λαό που πέρασε από φρικιαστικές δοκιμασίες για τη λευτεριά του, όπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε. Τί έκαναν; Κάθισαν και βρήκαν αυθαίρετα την ευκολότερη λύση, έσβησαν δηλαδή το πρόβλημα με μια μονοκοντυλιά. Μεταφράζω: Όταν σκοτώθηκε ο Καποδίστριας, η Ελλάδα δοκίμασε ένα από τα χειρότερα χρόνια που έζησε ποτέ της, το 1832. Ο τόπος ήταν μοιρασμένος σε μικρά στρατιωτικά τιμάρια, που δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να θρέψουν όπως-όπως τα πειναλέα απομεινάρια των παλιών πολεμιστών. Η αντιβασιλεία έφερε μαζί της ένα δάνειο. Μ΄ αυτά τα χρήματα μπορούσε να δώσει ένα κομμάτι ψωμί στους πεινασμένους που βοούσαν έξω από τις πόρτες του Ναυπλίου. Προτίμησε να τα διαθέσει για τη συντήρηση του βαυαρικού στρατού που θα στήριζε, καθώς φαντάζουνταν, αυτήν και τον Οθωνα. Μ΄ αυτό το στρατό διάλυσαν ή έδιωξαν έξω από το κράτος τους παλιούς αγωνιστές, τους φοβερούς αυτούς αγριανθρώπους όπως πίστευαν.»

Όθωνας

«Αναβαίνων τον θρόνον της Ελλάδος, δίδω την πάνδημον βεβαίωσιν του να προστατεύω ευσυνειδότως την θρησκείαν σας, να διατηρώ πιστώς τους νόμους, να διανέμεται η δικαιοσύνη προς ένα έκαστον, και να διαφυλάττω ακέραια δια της θείας βοηθείας εναντίον οποιουδήποτε την ανεξαρτησίαν σας, τας ελευθερίας σας και τα δικαιώματά σας». (Απόσπασμα από το διάγγελμα του ΄Οθωνα προς τους Έλληνες.)  Εντούτοις, ο Όθωνας κυβέρνησε τη χώρα για οκτώ χρόνια ως απόλυτος μονάρχης. Το 1843 ο Δημήτρης Καλλέργης και ο Γιάννης Μακρυγιάννης πρωτοστάτησαν στο κίνημα εναντίον του Βασιλιά Οθωνα με σκοπό την παραχώρηση Συντάγματος. Το βράδυ της 2α προς 3η Σεπτεμβρίου, ο Καλλέργης ξεσήκωσε τη φρουρά της Αθήνας, τέθηκε επικεφαλής της και αφού έγινε απόλυτος κύριος της πρωτεύουσας απελευθερώνοντας τους κρατούμενους των φυλακών του Μεντρεσέ, καταλαμβάνοντας διάφορα δημόσια κτίρια και θέτοντας σε περιορισμό διάφορους υπουργούς της κυβέρνησης, αλλά και φιλομοναρχικούς αξιωματικούς, βάδισε κατά των Ανακτόρων, αναγκάζοντας τον Όθωνα υπό την απειλή ακόμη πιο δραστικών μέτρων να προχωρήσει στην παραχώρηση συντάγματος, βάζοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τέλος στο πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας. 

3η Σεπτεμβρίου 1843 έξω από τα Ανάκτορα


Ο Όθωνας δεν τον συγχωρεί για την ανάμειξη του στο κίνημα και το 1851 και κυκλοφορεί φήμες μέσω τρίτου για τον Μακρυγιάννη που ποτέ δεν αποδείχτηκαν.

Ο Μακρυγιάννης γράφει στον Θεό.  «Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις…Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. Και να βλέπω τη δυστυχισμένη μου φαμιλιά και παιδιά μου πνιμένα  στα κλάματα και ξυπόλητα. Και έξι μήνες φυλακωμένες σε δυο αδρασκελιές κάμαρη…Και γιατρό να μη βλέπουμε, ούτε ν΄ αφήνουν κανένα να πλησιάσει να μας ιδεί… Όλοι θέλουν να χαθούμε. Μας κάνουν ανακρίσεις ολουνών, κατ΄οίκον έρευνα, σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου…Και τις τουτουνού του μήνα…ήρθε ο μοίραρχος με τη στολή του, όπου μας φύλαγε, και μου λέγει να πάγω στη φυλακή του Μεντρεσέ όπου φυλακώνουν τους κακούργους». Τρεις μέρες αργότερα τον κλείνουν στη φυλακή Μεντρεσέ. 


Φυλακές Μεντρεσέ στην Πλάκα


Οι 25 πίνακες του Παναγιώτη Ζωγράφου. Ένα  στρατιωτικό ντοκουμέντο

Ο Μακρυγιάννης κάνει ένα ταξίδι στην Ακαρνανία και θυμάται τις μάχες της επανάστασης. Γυρίζοντας στην Αθήνα αποφασίζει να φτιάξει τις ζωγραφιές των πολέμων του αγώνα. Ο Μακρυγιάννης, προσπάθησε να συνεργαστεί με ένα Ευρωπαίο ζωγράφο, «κι έρχοντας εδώ εις Αθήνα, πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δεν γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δύο τρεις, δεν ήταν καλές˙ τον πλέρωσα κι έφυγε. Αφού έδιωξα αυτό τον ζωγράφο, έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν˙ έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του˙ κι έστειλε κι ήφερε και  δύο του παιδιά˙ και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα…..Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη˙αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».  


Τι παρακίνησε τον Μακρυγιάννη να γράψει τα απομνημονεύματά του; «ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομε να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν  δουλέψαμεν όλοι μαζί, να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ» όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς κι όχι στο εγώ. Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσουμε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί.   Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν΄ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους⸱ να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: Έχουμε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες» −αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας− ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν το νόμο, και να ΄χουν την επιρροή για ικανότη.»


 «Η ιστορία, θέλει πατριωτισμό, να ειπής και των φίλωνέ σου τα καλά και τα κακά και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι όπου θα τη διαβάσουν, να μη πέφτουν σε λάθη˙ και τότε σχηματίζονται τα έθνη».






Ο τάφος του βρίσκεται στο τμήμα 1/25






Υποσημειώσεις
(1)  ) Συνομιλία με τον Γάλλο ναύαρχο de Rigny όταν ετοιμάζεται να πολεμήσει στους Μύλους. «Εκεί που ΄φκιανα τις θέσες στους Μύλους, ήρθε ο Νερνύς να με ιδεί. Μου λέγει: Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες⸱ τι πόλεμο θα κάνετε με τον Μπραϊμη αυτού; Του λέγω: Είναι αδύνατες οι θέσες κι εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει, και θα δείξομε την τύχη μας σ΄ αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραϊμη, παρηγοριόμαστε μ΄ έναν τρόπο⸱ ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.» 
(2)  Στις 16 Μαΐου 1943 στον κινηματογράφο Ριάλτο της Αλεξάνδρειας και μετά στο Κάιρο έδωσε ο Γιώργος Σεφέρης διάλεξη με θέμα τον Μακρυγιάννη.   

(3) Αδέλφια του Ιωάννη Καποδίστρια

Πηγές:
2. Ενας Έλληνας- Ο Μακρυγιάννης, του Γιώργου Σεφέρη






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου