Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ

 


1886- 1948


Τμήμα 14/196

Όταν αποφασίστηκε να συμπεριληφθεί ο Γεώργιος Τσολάκογλου στα κείμενά μας,  ένας από τους Πρωθυπουργούς της ναζιστικής κατοχής,  ο οποίος έχει δικαστεί ως προδότης φάνταζε ως πολύ μεγάλο τόλμημα και δημιούργησε ανάμεικτα και στενάχωρα συναισθήματα.

Ισχυρίστηκε ότι συνθηκολόγησε λόγω των στρατιωτών του – ότι η συνέχιση του πολέμου όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί θα ήταν αυτοκτονία, ωστόσο δέχτηκε να πεθάνουν, μόνο στην Αθήνα, πάνω από 60,000 ψυχές από το λιμό.

Ισχυρίστηκε ότι συνθηκολόγησε  προκειμένου να αποφευχθεί η μετατροπή της Ελλάδας σε ιταλικό προτεκτοράτο  καθώς  επίσης να αποτραπεί η απόσπαση Ελληνικών εδαφών από τους Βούλγαρους. Εντούτοις, από τους πρώτους μήνες έχασε αυτά τα δύο στοιχήματα.




Ο  Γιώργος Τσολάκογλου ήταν στρατιωτικός καριέρας χωρίς καμία πολιτική εμπειρία - ο οποίος όχι μόνο παρέδωσε τη χώρα στους Γερμανούς το 1941 αλλά την ίδια εποχή προσφέρθηκε να γίνει Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Δηλαδή συνεργάτης των γερμανικών Αρχών Κατοχής. Ήταν μια αναπάντεχη εξέλιξη που ξάφνιασε ακόμα και τον Χίτλερ. Κατά τη διάρκεια της 19μηνης θητείας  του οι Γερμανοί και οι Ιταλοί άρχισαν τον συστηματικό βιασμό της χώρας.  Οι Έλληνες έζησαν τον χειρότερο λιμό στην ιστορία  της. Μα σαν να μην έφθανε αυτό,  το 1942 έζησαν τον  πιο σκληρό χειμώνα.

Στο τέλος εκείνης της χρονιάς, οι Γερμανοί, οι οποίοι θεωρούσαν την Ελλάδα κάτι σαν side show στο δρόμο της παγκόσμιας κυριαρχίας απλώς αντικατέστησαν τον Τσολάκογλου με τον Λογοθετόπουλο.

Το πλαίσιο της κατάστασης στην Ευρώπη, Γερμανία και Ιταλία,  στην Ελλάδα και ποιοι ήταν οι γεωπολιτικοί στόχοι των συμμάχων της Ελλάδας

Οι εδαφικές φιλοδοξίες της Γερμανίας, η τεράστια όρεξη του Μουσολινι καθώς και οι γεωπολιτική στόχοι των συμμάχων της Ελλάδας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι μερικά από τα ζητήματα της εποχής. Επίσης, η διπλή ηγεσία της Ελλάδας: ο ένας εκ των οποίων, ο Βασιλιάς και τέλος η νοοτροπία των στρατιωτικών καριέρας, σαν τον Τσολάκογλου.   

Εκείνο τον Απρίλιο του 1941 ο Βασιλιάς αντιμετώπιζε ένα ανεμοστρόβιλο από γεγονότα.  Ενώ είχε διορίσει στις 29 Ιανουαρίου 1941 τον  τραπεζίτη Αλέξανδρο Κορυζή για πρωθυπουργό (μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά) εκείνος επέλεξε να αυτοκτονήσει στις 18 Απριλίου 1941 παρά να αντιμετωπίσει την Γερμανική κατοχή - 12 ημέρες μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα.  Ο Τσολάκογλου χωρίς άνωθεν εντολή συνθηκολογεί με τους Γερμανούς και στη συνέχεια αυτό-προτείνεται για αρχηγό συνεργασίας με τους Γερμανούς.  (Στα απομνημονεύματά του ο Τσολάκογλου γράφει ότι του το πρότειναν οι Γερμανοί). Θα είχε αξία να γνωρίζαμε ακριβώς πότε.

Η Ζωή του

Ο Γ. Τσολάκογλου γεννήθηκε το 1886 στο χωριό Ρεντίνα κοντά στην Καρδίτσα της Θεσσαλίας. Ο  παππούς του ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο οποίος απαγχονίστηκε στη Λάρισα μετά από διαταγή του Χουρσίτ Πασά το 1822. 

Μόλις το 1881 η  Θεσσαλία προσαρτήθηκε στο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος και ο δρόμος για πολλούς νέους τότε- χωρίς  σχέσεις με την Αθήνα- ήταν ο στρατός. Το 1912 αποφοίτησε από τη Σχολή Υπαξιωματικών ως ανθυπολοχαγός Πεζικού και τοποθετήθηκε στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού Λαρίσης.

Ο Τσολάκογλου συμμετείχε στις κυριότερες μάχες στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Συμμετείχε στις εκστρατείες στην Ουκρανία και στην Μικρά Ασία ως διοικητής του 1/39ου Τάγματος Ευζώνων και αργότερα ως επιτελάρχης της IV Μεραρχίας, κατά την επίθεση του Αυγούστου το 1922 όπου έζησε τον πόλεμο και την ταπείνωση του Ελληνικού στρατού.

Η ήττα του 1922 άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή του Ελληνικού πληθυσμού και ακόμα περισσότερο στο ανθρώπινο δυναμικό του στρατού, ο οποίος πολεμούσε συνεχόμενα από το 1912. Εντούτοις, προδόθηκαν από την ίδια την πολιτική ηγεσία  τους καθώς και από τους συμμάχους: τους Άγγλους, τους Γάλλους και τους Ιταλούς που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την Ελληνική πλευρά και να στηρίξουν τους Τούρκους εθνικιστές. 

(Η Γαλλία, η οποία είχε αρχικά ενθαρρύνει τους Έλληνες να μπουν στην Μικρά Ασία το 1919, έκαναν 180 μοίρες στροφή και συμμάχησαν με την Τουρκία προκειμένου να πετύχουν τους γεωπολιτικούς στόχους στην Μέση Ανατολή. Συμφώνησαν με την απαίτηση της Τουρκικής κυβέρνησης για την άμεση εκκένωση των Ελληνικών δυνάμεων. Επιπλέον, πρόσφεραν στους Τούρκους τα καράβια τους και το οπλοστάσιό τους. Στη συνέχεια η Ιταλία  ακολούθησε και η Αγγλία δήλωσε ουδετερότητα. Αλλά η προδοσία της Γαλλίας πόνεσε πιο πολύ.)

Δεν είναι να απορείς που ο έτερος Θεσσαλός, ο Νικόλαος Πλαστήρας ηγήθηκε το πραξικόπημα ενάντια στους κυβερνώντες για τους οποίους θεωρούσε υπεύθυνους για την πανωλεθρία.

Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του Τσολάκογλου, και συγκεκριμένα, από το 1924 έως το τέλος του 1935 με την επιστροφή του μη δημοφιλούς Βασιλιά, υπήρχαν αρκετά πραξικοπήματα τα οποία δημιούργησαν μια ασταθή κατάσταση στη χώρα.

Σε αυτές τις αναταραχές, ο στρατιωτικός έπρεπε να κρατάει αποστάσεις ή αν ήταν τυχερός να είχε υποστηρίξει τον νικητή προκειμένου να κρατήσει τη θέση του στον στρατό. Μάλλον ο Τσολάκογλου έκανε λίγο από τα δύο. Το 1923 προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη  και το 1925 σε Συνταγματάρχη   και ανώτατος πλέον αξιωματικός το 1935, διοίκησε διαδοχικά: Μεραρχία, την Σχολή Ευελπίδων, και το Γ΄ Σώμα Στρατού, του οποίου τη διοίκηση ανέλαβε αφού παρέδωσε τη διοίκηση της Κρήτης που είχε αναλάβει το 1938, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Με πρόσχημα τον κομμουνιστικό κίνδυνο και με την συγκατάθεση του Βασιλιά Γεωργίου Β’, ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε δικτατορία στις 4 Αυγούστου 1936 επιβάλλοντας πραξικοπηματικά την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού. Ο Μεταξάς, ο οποίος ήταν ακόμα ένας στρατιωτικός καριέρας ο οποίος είχε γίνει πολιτικός, πίστεψε ότι θα μπορούσε να επιλύσει τα προβλήματα της χώρας.

Ο Μεταξάς και ο Γεώργιος Β'
 

Προκειμένου να κρατήσει τον εξαντλημένο και ανήσυχο πληθυσμό υπό τον έλεγχό του δημιούργησε ένα εσωτερικό εχθρό που όφειλε να γιγαντώσει και στη συνέχεια να κατατροπώσει: τους κομμουνιστές. Σε ένα μεγάλο βαθμό το καθεστώς του Μεταξά επικεντρώθηκε στο να  συλλαμβάνει τους αριστερούς και να δημιουργήσει ένα είδος δικού του φασισμού στην Ελλάδα.

Το 1930  η Ελλάδα δεν είχε κάποια ατζέντα επεκτατισμού. Είχε αρκετά εσωτερικά προβλήματα μετά την υπογραφή της Σύμβασης περί ανταλλαγής Ελληνικών και Τούρκικων πληθυσμών που υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923 από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας.  Ενώ το αστέρι του επεκτατισμού  της Ελλάδας είχε σβήσει, το αστέρι  της Ιταλίας ανερχόταν. 

 Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αποκαθίσταται: Τα όνειρα του επεκτατισμού

Μάλλον είναι πιο γνωστή η ιδεολογία των Γερμανών, – η  οποία έφτασε στα άκρα επί Χίτλερ- το λεγόμενο lebensraum,  δηλαδή την επέκταση της εδαφικής περιοχής ή του ζωτικού χώρου  προκειμένου να υπάρχει αρκετό έδαφος  και πόρους για τον λαό του από τις προσπάθειες του Μουσολίνι να κατακτήσει τα Βαλκάνια και την Τουρκία έτσι ώστε να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία που η έκτασή της θα επεκτεινόταν από την Αλβανία μέχρι τον Περσικό κόλπο.  

Πράγματι, οι διεκδικήσεις και οι πιέσεις της Ιταλίας στην Ελλάδα έχουν  ιστορία.

Η Ιταλία ήδη είχε τα Δωδεκάνησα (Τα Ιταλικά νησιά του Αιγαίου) από το 1912 και τα είχε επίσημα προσαρτήσει το 1923. Πέραν τούτου, είχαν εισβάλει και κατακτήσει την Αλβανία τον Απρίλιο του 1939. Και τα δύο χρήσιμα εφόδια για την αυτοκρατορία τους. 

Το σχέδιο του Μουσολίνι ήταν να προσαρτήσει τα Ιόνια νησιά με τις Κυκλάδες και τις Σποράδες, και να τα διοικούν. Η νομική αξίωση του στηριζόταν στο ότι κάποτε ήταν Ενετικά. Η  Ήπειρος και η Ακαρνανία θα  χωριζόταν από την Ελλάδα και θα το ονόμαζαν Βασίλειο της Αλβανίας, η οποία θα έπαιρνε την βόρειο δυτική γραμμή: Φλώρινα, Πίνδος ‘Αρτα και Πρέβεζα. Το υπόλοιπο μαζί με άλλες περιοχές των Βαλκανίων θα ήταν περιοχές επιρροής της Ιταλικής αυτοκρατορίας.   




Όταν η Γερμανία προχώρησε ανατολικά τον Σεπτέμβριο του 1940, ο Μουσολίνι αποφάσισε ότι έπρεπε να δείξει στον Χίτλερ ότι μπορούσε εξίσου να κάνει έφοδο. Πίστευε ότι η Ελλάδα θα ήταν ένα εύκολο πέρασμα μερικών ημερών. Μεγάλο λάθος.




Όταν η Ιταλία παρέδωσε το τελεσίγραφο στον Μεταξά στις 28 Οκτωβρίου το 1940 απαιτώντας να εισβάλει στην Ελλάδα προκειμένου να παραδώσει αμαχητί και χωρίς διαπραγματεύσεις πάτρια εδάφη ο Μεταξάς αρνήθηκε - το μεγάλο ΟΧΙ- και όλη η χώρα σύσσωμη σηκώθηκε να υπερασπιστεί την πατρίδα. Οι αρχηγοί της αριστεράς μέσα από τις φυλακές ή από την εξορία έβγαλαν ανακοινώσεις να ενωθούν στον αγώνα: Η Ανακοίνωση του Ζαχαριάδη.


«Προς το λαό της Ελλάδας...Ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό...να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα...Στον πόλεμο αυτό που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη»


Ο Μεταξάς ακολούθησε την στρατηγική του Ελ. Βενιζέλου και φρόντισε – γιατί το πίστευε- να διατηρήσει την Ελλάδα συνδεδεμένοι με τις δυτικές δυνάμεις παρότι ήταν γερμανόφιλος. Το  1936 μιλώντας στη Βουλή ο πρωθυπουργός Μεταξάς θα τονίσει «την πατροπαράδοτον πίστιν του λαού προς την ελληνοβρετανικήν φιλίαν» ενώ το 1934 στο Μυστικό Συμβούλιο Αρχηγών δήλωσε: «Η Ελλάς δύναται να θέσει ως δόγμα πολιτικόν ότι εν  ουδεμιά περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι».  (1)

Είναι βέβαιο ότι ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ δεν είχε καμία ιδιαίτερη αγάπη για τους Έλληνες.  Είχε εξοριστεί δύο φορές στο παρελθόν και σε μια επιστολή του είχε γράψει ότι οι Έλληνες είναι ανατολίτες και απείθαρχοι.  Ωστόσο, ο Βασιλιάς ήταν αγγλόφιλος και οι Άγγλοι τον έβλεπαν σαν φίλο που θα προωθούσε τις εμπορικές σχέσεις που είχαν πληγεί από την διείσδυση των Γερμανικών εμπορικών σχέσεων. Πράγματι, οι έμποροι, βιομήχανοι, εφοπλιστές, εργολάβοι, πολιτικοί μηχανικοί και άλλοι συνεργαζόταν προπολεμικά και συνεργάστηκαν στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της κατοχής,  με τους Γερμανούς. (2)

Το  1940, ο Τσολάκογλου είχε  φθάσει στον βαθμό του αντιστράτηγου και ήταν διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού στη Δυτική Μακεδονία. Ο Τσολάκογλου κατάφερε να διώξει τους Ιταλούς πίσω στην Αλβανία.

Όπως έγραψε σε έρευνα της η ιστορικός  Μαρίνας Πετράκη : «Μια μικρή χώρα στο μέσον μιας ανίσχυρης κατακτημένης Ευρώπης έστελνε μηνύματα θάρρους, αποφασιστικότητας και αντίστασης εναντίον των δυνάμεων του ολοκληρωτισμού και προδιέγραφε το μέλλον της με το μέρος των νικητών.»

Εν τω μεταξύ

Ο Μεταξάς πεθαίνει τέλη Γενάρη το 1941 και αντικαθίσταται στις 29 Ιανουαρίου από τον  τραπεζίτη Αλέξανδρο Κορυζή.

Οι Άγγλοι παρατηρώντας τον επεκτατισμό της Ιταλίας και υπολογίζοντας την αντίδραση της Γερμανίας έστειλαν  στις 7 Μαρτίου το 1941,  58,000 στρατιώτες από την Αγγλία, Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία και από τη Βόρεια Αφρική προκειμένου να οχυρώσουν τη γραμμή Όλυμπος- Βέρμιο στην Ελλάδα. Αλλά είχαν αργήσει.

Προκειμένου να σώσει τον Μουσολίνι από την ταπεινωτική ήττα και ανησυχώντας μήπως καταστεί η Ελλάδα βρετανικό προγεφύρωμα στα Βαλκάνια ο  Χίτλερ αποφασίζει να εισβάλλει στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941 από τα βόρεια σύνορα της χώρας. Βοήθησε ότι είχαν το πράσινο φως από την Βουλγαρία που μόλις 31 ημέρες νωρίτερα είχαν ενωθεί με τον Άξονα με την ελπίδα ότι θα αποκτούσαν έδαφος από την Ελλάδα.  Η Γερμανία πήρε την Θεσσαλονίκη την 3η ημέρα.  




Στις 18 Απριλίου (Μεγάλη Παρασκευή), συγκροτείται στο Τατόι, στα ανάκτορα, σύσκεψη. Έλαβαν μέρος ο Γεώργιος ο Β’, ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής, ο Άγγλος πρεσβευτής, ο στρατηγός Ουίλσων, ο αρχιστράτηγος Παπάγος, ο στρατηγός της αεροπορίας Ντ’ Αλμπιάκ, ο ναύαρχος Τερλ. Ενώ η κατάσταση στο μέτωπο ήταν πιεστική, η ανώτατη ηγεσία του στρατού και η κυβέρνηση επέμεναν στην άποψή τους για συνέχιση του πολέμου. Ωστόσο, όλα τα μηνύματα από εκεί απάνω έπειθαν πως αυτό είναι αδύνατο».

(Οι Άγγλοι συμβούλεψαν τον Βασιλιά να καθυστερήσει την συνθηκολόγηση προκειμένου να έχουν αρκετό χρόνο να εκκενώσουν τα στρατεύματά τους πριν οι Γερμανοί προχωρήσουν προς τον Νότο.)

Στη σύσκεψη αυτή ο Αλέξανδρος Κορυζής ζητά να παραιτηθεί αλλά ο Βασιλιάς αρνήθηκε να δεχτεί την παραίτησή του και ακολούθησε μια έντονη συζήτηση και στη συνέχεια  ο Αλ. Κορυζής αποχώρησε από τη σύσκεψη και πήγε σπίτι του όπου κλείστηκε στο γραφείο του και αυτοκτόνησε με δύο σφαίρες στην καρδιά.


Χωρίς άνωθεν εντολή ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου, στις 21 Απριλίου υπέγραψε στη Λάρισα τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού κάτι που επαναλήφθηκε δύο ημέρες μετά στην Θεσσαλονίκη με την παρουσία Ιταλών αξιωματούχων.

Στις 22 Απριλίου  η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς αναχώρησαν από την Αθήνα με προορισμό την Κρήτη για να αποφύγουν την αιχμαλωσία.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι και ο Βασιλιάς  Leopold III του Βελγίου,  η Βασίλισσα της Wilhelmina της Ολλανδίας, ο Βασιλιάς Haakon VII της Νορβηγίας, η Μεγάλη Δούκισσα Charlotte του Λουξεμβούργου και ο Βασιλιάς Πέτρος ΙΙ της Γιουγκοσλαβίας εγκατέλειψαν τη χώρα τους όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καθώς και οι κυβερνήσεις τους εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο.  Ενώ, η Βασιλική οικογένεια της Μεγάλης Βρετανίας έμεινε ως σημείο αναφοράς για το έθνος τους.

Ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του «Στην Ελλάδα του Χίτλερ - Η εμπειρία της κατοχής»: «Η χώρα έμεινε χωρίς ηγεσία, ενώ Βασιλιάς, πολιτικοί και στρατηγοί λογομαχούσαν για το ποιος θα  διαδεχόταν τον Αλ. Κορυζή,  οι εύπορες οικογένειες με ισχυρές διασυνδέσεις ζύγιζαν κατά πόσο έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η γερμανική αεροπορία δυναμώνει τις επιθέσεις της σε λιμάνια και πόλεις. Ο κόσμος έφευγε από τις πόλεις και έπιανε τους λόφους.»  

Θα ήταν διαφορετική η εξέλιξη αν υπήρχε πολιτική ηγεσία;

Ο Τσολάκογλου θεώρησε την απόφαση του Βασιλιά  να εγκαταλείψει τη χώρα ως εγκληματική. Ο Τσολάκογλου πίστευε ότι θα αιχμαλωτιστούν τα 14  τάγματα του από τους Ιταλούς. Τους Ιταλούς που ήδη είχε νικήσει. Δεν ένιωθε καμία συμπάθεια για τους Άγγλους που είχαν εγκαταλείψει τους Έλληνες της Σμύρνης το 1922 και που συμβούλεψαν τον βασιλιά να  εγκαταλείψει την Αθήνα.

Φαίνεται ότι ο Τσολάκογλου δεν είχε καταλάβει την αποφασιστικότητα του Churchill – την κατηγορηματική άρνηση του να δεχθεί το ενδεχόμενο της ήττας ή να διαπραγματευτεί με τους Ναζί.

Ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, αρχηγός των δυνάμεων του στρατού ξηράς της χώρας, καταγγέλει την «πρωτοβουλία» του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας με τηλεγράφημά του στον Διοικητή Στρατιάς Ηπείρου: «Πληροφορούμαι ότι αντιστράτηγος Τσολάκογλου ανέλαβε πρωτοβουλίαν συνθηκολογήσεως. Δεν κατανοήθη παρά πάντων ότι ύψιστα συμφέροντα Πατρίδος απαγορεύουσι τούτο. Επικαλούμαι πατριωτισμόν πάντων. Στρατός δέον αγωνισθή μέχρις εσχάτου ορίου δυνατοτήτων του. Αντικαταστήσατε αμέσως Τσολάκογλου»… 

Ποιος ακριβώς να αντικαταστήσει τον Τσολάκογλου;

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (αργότερα Πρωθυπουργός) ο άτυπος σύμβουλος του, σοκαρισμένος από την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου του είπε:  Παίζεις με την  στρατιωτική τιμή και τη ζωή σου με αυτό που κάνεις. Η απάντηση του Τσολάκογλου ήταν: Και ποιος νοιάζεται; Το έθνος μας είναι σε μεγάλο κίνδυνο. Τέτοιες στιγμές της ζωής μας η τιμή ενός ανθρώπου δεν έχει καμία αξία. 

Στις 26  Απριλίου ο Τσολάκογλου προτείνει στους Γερμανούς να αναλάβει  ο ίδιος τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνεργασίας και στις 29 Απριλίου ο Τσολάκογλου ορκίστηκε Πρωθυπουργός την Ελλάδας.  




Στο ραδιοφωνικό διάγγελμα έδωσε δύο εξηγήσεις και μια υπόσχεση στο Ελληνικό λαό. {…} η συνέχιση του πολέμου θα ισοδυναμούσε «με σφαγιασμόν και αυτοκτονίαν». Η δεύτερη εξήγηση αφορούσε το ζήτημα του νόμιμου φορέα της εξουσίας επί των Ελλήνων και ότι η δική του «είναι η μόνη νόμιμος Κυβέρνησις εν Ελλάδι». Ότι η κυβέρνηση του ετράπη εις φυγήν απώλεσε τη νομιμοποίησή της διότι εγκατέλειψε τον ελληνικό λαό σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. Αντίθετα, παρουσίασε ως δεδομένη την αυθαίρετη εκτίμηση ότι η δική του κυβέρνηση αντλούσε την εξουσία της από την κυρίαρχη θέληση του ελληνικού λαού. Τέλος, η υπόσχεση του Τσολάκογλου ήταν ότι όλοι θα αισθανόταν την ύπαρξη μιας ελληνικής εξουσίας η οποία θα φρόντιζε τα δικά του συμφέροντα.  




Αξίζει να σημειωθεί στις 8 Μαΐου ότι ο Τσολάκογλου προσκάλεσε σε συνάντηση τους πολιτικούς (εκτός από τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές) οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του και με αυτόν τον τρόπο πρόσφεραν την στήριξή τους. Κατά πολλούς ήταν μεγάλο λάθος. Στην συνάντηση παρευρέθηκαν: ο Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς, Αλέξανδρος Οθωναίος, Δημήτριος Μάξιμος, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Βασίλειος Δεληγιάννης, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Γεώργιος Μερκούρης, και Περικλής Ράλλης.

Οι Γερμανοί βρήκαν ένα πρόσωπο να διαπραγματευτούν όσα ζητήματα προέκυπταν μετά τη στρατιωτική κατοχή της χώρας. Οι Γερμανοί διπλωμάτες θεωρούσαν τον Τσολάκογλου απολίτικο και η απόφασή του να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας ερμηνεύτηκε από τους διπλωμάτες ότι ήθελε να αποφευχθεί η μετατροπή της Ελλάδας σε ιταλικό προτεκτοράτο  και να αποτραπεί η απόσπαση εδαφών από τους Βούλγαρους συμμάχους των Γερμανών.

Και η Ελλάδα πέρασε από το στρατόπεδο της αντίστασης κατά των εισβολέων σε αυτό της συνεργασίας.




Τέλη Μαΐου ο Βασιλιάς εγκατέλειψε την Κρήτη - το τελευταίο φρούριο της Ελλάδας - όπως εισέβαλαν το νησί. Ήταν επικεφαλής της κυβέρνησης του Κάιρου στην εξορία την οποία υποστήριζαν οι Άγγλοι. Μαζί με τον Βασιλιά ήταν  οι πολιτικοί της χώρας και 2-3 μέλη από το καθεστώς του Μεταξά. 

Η συνέχεια

Οι στρατιώτες του Τσολάκογλου πράγματι επέστρεψαν στο σπίτι τους αλλά οι Γερμανοί δεν ήταν φίλοι μας όπως ο ίδιος είχε πει στο διάγγελμά του.  Ήταν  αδίστακτοι κατακτητές και μάτωσαν με τον χειρότερο τρόπο την Ελλάδα.

·    Ο Τσολάκογλου ζήτησε να αναπτυχθούν μόνο γερμανικά στρατεύματα κατοχής αλλά ο Χίτλερ ανακοίνωσε την παράδοση της Ελλάδας στην προστασία της Ιταλίας.

·    Στις 10 Μαΐου το 1941 οι Γερμανοί παραχώρησαν στους Βούλγαρους συμμάχους τους την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (εκτός από τη ζώνη των συνόρων στον 'Εβρο).

Όποιες ελπίδες αν είχε ο Τσολάκογλου να βοηθήσει εξαφανίστηκαν.  Η κυβέρνηση του ήταν ανίκανη και ακόμα χειρότερα δεν μπορούσε να επηρεάσει τους κατακτητές.  Ο Ελληνικός στρατός βρισκόταν σε αποσύνθεση.  

Δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον λιμό του 1942. Τα κρατικά συσσίτια δεν λειτούργησαν σωστά. Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Πώλ Μον, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχειρίσεως Βοηθημάτων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, έγραψε ότι «δεν μπορούσε να απομείνει αμφιβολία ότι ολόκληρο το σύστημα των λαϊκών συσσιτίων αποτελούσε ένα τεράστιο σκάνδαλο, με κύριους συντελεστές του τη διαφθορά και τη σπατάλη.»

Ο Πώλ Μον περιγράφει την Αθήνα όπως την είδε: «Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονται με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τους σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί.»

Μόνο για όλες τις υπηρεσίες της Χωροφυλακής αποφάσισε ο Τσολάκογλου τη χορήγηση τροφίμων «χάρη στην ευγενή χειρονομία των Ιταλικών αρχών». Έτσι θα μπορούσαν  να «αφοσιωθούν στο έργο της διεξαγωγής του αγώνος κατά του εσωτερικού εχθρού  της Πατρίδος»- που δεν ήταν άλλο από το αντιστασιακό κίνημα. Περίεργο που ο Τσολάκογλου δεν έδειξε καμία συγκίνηση για τους 250.000 νεκρούς από την πείνα. (3)

Πέραν τούτου, η κυβέρνηση του Τσολάκογλου παρέδωσε στους Γερμανούς τους κομμουνιστές και τους αριστερούς οι οποίοι βρισκόταν στις ελληνικές φυλακές υπό του Μεταξά. Πολλοί πέθαναν σε Γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ή σε ελληνικές φυλακές.

Τον Δεκέμβριο του 1942 διορίστηκε πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος.

Μετά την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και φυλακίσθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω» και «πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει», καθώς και για εθνική αναξιότητα για τη συνεργασία του, στη συνέχεια, με τις κατοχικές Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας πρωθυπουργός της χώρας. Η δίκη του ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου και έληξε στις 31 Μαΐου του 1945. Η δε απολογία του ήταν ιδιαίτερα λακωνική και περιεκτική.


21/2/1945, στην αίθουσα του Πρωτοδικείου Αθηνών της οδού Σανταρόζα. Δεξιά ο Γ. Τσολάκογλου  και δίπλα του ο Ιωάννης Ράλλης. Από το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, "Οι Δωσίλογοι".  


Το Ειδικό Δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο δικαστήριο ζήτησε τη μετατροπή της ποινής σε ισόβια δεσμά αναγνωρίζοντας την «λαμπράν πολεμικήν δράσιν του» μέχρι την συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.

Έτσι, το Συμβούλιο Χαρίτων συνήλθε στις 19 Αυγούστου του 1945 και μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη και ακολούθως οδηγήθηκε στις Φυλακές Ζελιώτη της Αθήνας.

Ο Τσολάκογλου πέθανε το 1948 και η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών κάτω από τον ίδιο νόμο που οι φυλακισμένοι αντιμετωπίζουν όταν έχουν καταδικαστεί σε θάνατο ή σε ισόβια. Το 1960 με εντολή του Δημάρχου Αθηνών,  η σωρός του μεταφέρθηκε σε άλλον τάφο.

Στα απομνημονεύματά του ο Τσολάκογλου έγραψε ότι το 1941 ήρθε αντιμέτωπος με το δίλημμα- να συνθηκολογήσει ή να συνεχίσουν τον πόλεμο γνωρίζοντας ότι θα σκοτωθούν όλοι οι στρατιώτες του. Έτσι, χωρίς την έγκριση των ανωτέρων του, αποφάσισε να συνθηκολογήσει. Δεν μετάνιωσε και μάλιστα ένιωθε υπερήφανος γι αυτήν την απόφαση.

 

Υποσημειώσεις:

(1) Πετράκη Μαρίνα, Επιλογή στρατοπέδου στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο της Μαρίνας, Καθημερινή. https://www.kathimerini.gr/investigations/816036/epilogi-stratopedoy-ston-v-pagkosmio-polemo/

(2) Χαραλαμπίδης Μενέλαος, Οι Δωσίλογοι, 'Ενοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής.

(3) Χαραλαμπίδης Μενέλαος, Οι Δωσίλογοι, 'Ενοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής.




 

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ ΚΑΥΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ


1811 -1885

 

Τμήμα 4/336 


Με την ουτοπία του κλασικισμού ως πρωτοπορία και την Ευρωπαϊκή συγκρότηση του Ελληνικού ιδεώδους στα πρώτα χρόνια, η Αθήνα γνωρίζει το  νεοκλασικισμό. Σε αυτό  το πλαίσιο  εργάστηκε ο  Λύσανδρος Καυτανζόγλου  

Ο Καυτανζόγλου ήρθε στην Ελλάδα ως ήδη αναγνωρισμένος αρχιτέκτονας όταν  ο Βασιλιάς Όθωνας και ο πατέρας του, έβαλαν μπροστά να μετατρέψουν την Αθήνα από μια Οθωμανική επαρχιακή πόλη σε πρωτεύουσα.  

Ενώ τα έργα του είναι πολύ σημαντικά ο Καυτανζόγλου  ήταν επίσης και Διευθυντής του τότε Τεχνικού σχολείου (το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο). Ήταν λάτρης ένθερμος της αρχαιότητος και ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής.  

Εργάσθηκε για την ευόδωση των σκοπών της Αρχαιολογικής Εταιρείας, της οποίας διετέλεσε σύμβουλος μέχρι το τέλος της ζωής του.   

Νεοκλασικισμός και η Νέα ταυτότητα της Χώρας 

Το να οικοδομήσεις μια σύγχρονη Ελλάδα μετά από μια μακρά διάρκεια Οθωμανικής κυριαρχίας δεν ήταν εξαιρετικά απλό.  Η ταυτότητα της χώρας έπρεπε να αναζητηθεί αποκλειστικά στην αρχαιότητα. Το θέμα της σύνδεσης  των νέων Ελλήνων με την αρχαιότητα συνδέθηκε εξαρχής με τη σύνδεσή τους με την σύγχρονη Ευρώπη.

Τέλος, ότι η νεοκλασική αρχιτεκτονική θα ήταν η επιλογή για την χώρα δεν υπήρχε καμία διαφωνία - ήταν δεδομένη.

Η Δρ. Ευθυμία Μαυρομιχάλη σημειώνει: «το αντικείμενο της παιδείας από τα χρόνια της επανάστασης και μετά είναι ο φωτισμός του λαού και η ανύψωση της πνευματικής του στάθμης για να αποκτήσει μια ισότιμη θέση δίπλα στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Το ιδανικό της εξομοίωσης με την Ευρώπη εξ υπακούει την άποψη παγιωμένη ήδη κατά τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα και αδιαμφισβήτητα κοινός τόπος για μέχρι του ΙΘ΄ αιώνα, ότι προσεγγίζοντας οι Έλληνες τον δυτικό πολιτισμό στην ουσία αναβαπτίζονται στον πολιτισμό των προγόνων τους. Δεν είναι παράδοξο να μιμούνται τη Δύση. Η Δύση είναι η μόνη που συντήρησε και διατήρησε τον Ελληνισμό. Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι κατά βάθος Ελληνικός άρα προσπαθούν να ανακτήσουν την πατρική κληρονομιά.» (1) 

Από την αρχή η αρχιτεκτονική της Αθήνας λειτουργούσε με ένα αυστηρό πλαίσιο. Το 1836 όλες οι κατασκευές ήταν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών όπου η αρμόδια Διεύθυνση  ενέκρινε όλα τα σχέδια. Συγκεκριμένα, στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εσωτερικών το διάταγμα «Περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της Επί των Εσωτερικών Γραμματεία της Επικράτειας» μεταξύ άλλων αναφέρει την επιτήρηση της οικοδόμησης στη χώρα και η εκπόνηση οικιστικών νόμων. 

Εξάλλου, μεταξύ αυτών που συνόδευσαν τον ΄Όθωνα στην Ελλάδα το 1834 ήταν ο Λέο Φον Κλέντσε, ο μεγάλος αρχιτέκτονας της εποχής, ο οποίος ήταν αρχιτέκτονας του πατέρα του ΄Όθωνα, του  Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας Φωτογραφίες από τα έργα του Κλέντσε 

 

Αρχιτεκτονικό Έργο του Κλένζε,  Βαλχάλα 1842

Πίνακας του Κλένζε. Η Ακρόπολη 1846

  

Η ζωή του


 Έργο του Νικηφόρου Λύτρα  


Ο Λύσανδρος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1811. Ο πατέρας του ήταν  ο Μερκούριος Καυτανζόγλου  και η μητέρα του ήταν η Γαλλίδα Φρανσουάζ (Φανή) Ταβερνιέ. Ο παππούς του Λύσανδρου ήταν ο Ιωάννης Γούτας Καυτανζόγλου, πρόκριτος της Θεσσαλονίκης  με μεγάλη προσφορά κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.    

Ωστόσο, ο πατέρας του πέθανε το 1818 αφήνοντας την Φρανσουάζ χήρα με τρεις γιους.  Ο φόβος για αντίποινα των Οθωμανών κατά της οικογένειας την οδήγησε στην απόφαση να καταφύγουν οικογενειακώς στην Μασσαλία. Εκεί ο Λύσανδρος έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Αργότερα ο Λύσανδρος σπούδασε αρχιτεκτονική στην Ρώμη, στο  San Luca Academy. Διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του και απέσπασε σημαντικά βραβεία. Ως αρχιτέκτονας βραβεύτηκε στην Ιταλία με χρυσό μετάλλιο για την κατασκευή Πανεπιστημίου. 



Το 1833 βραβεύτηκε στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό της Ακαδημίας του Μιλάνου. Διακρίθηκε από στην Γαλλία και στην Ιταλία, και έγινε διαδοχικά μέλος των Ακαδημιών Ρώμης, Μπολόνιας, Πάρμας, Μιλάνου, Βενετίας, Λονδίνου, Λισαβώνας, Μαδρίτης, Βιέννης, και Φιλαδέλφειας. Μπορεί να μην ήταν στα αρχικά σχέδια του να επιστρέψει στην Ελλάδα.  

Το 1832 ο Σταμάτης Κλεάνθης και ο Eduard Schaubert είχαν εκπονήσει το σχέδιο πόλεως της Αθήνας. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1834, με διάταγμα της αντιβασιλείας  του Όθωνα, η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.  

«Η Αθήνα ως δόξα του αρχαίου κόσμου επρόκειτο να αποτελέσει το σύμβολο του νέου Ελληνισμού. Ο Ελληνισμός συσπειρωνόταν γύρω από ένα εθνικό κράτος, η νέα Ελλάδα ήταν η συνέχεια της αρχαίας. Η Ακρόπολη αποτελεί το ιδανικό του νεοέλληνα. Η πρωτεύουσα του νέου κράτους συγκεντρωμένη γύρω από αυτήν δηλώνει και το ιδανικό του. Ο στόχος είναι να φανεί αντάξιος της, να ταυτιστεί μαζί της και να προχωρήσει στην ολοκλήρωσή της αποστολής του, να γίνει και πάλι κέντρο τέχνης και πολιτισμού για την Ανατολή." (2).

Αρχιτέκτονες της Ευρώπης -  και ειδικότερα Βαυαροί- αρχαιολόγοι και  καλλιτέχνες ήρθαν να επισκεφτούν, να εργαστούν, να αρχειοθετήσουν και άλλοι να σχεδιάσουν σε έναν λευκό πίνακα τη νέα  πρωτεύουσα. 

Ο Λύσανδρος είχε γνωριστεί με τον Βασιλιά το 1839 σε μια εκδήλωση στο Θησείο. Του παρουσίασε το δικό του σχέδιο πόλεως,  το οποίο είχε άλλη οπτική της πόλης. Ωστόσο, δεν μπόρεσε τότε να σπάσει τον  κλοιό των ευνοούμενων της εποχής και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. 

Μετά την επανάσταση της Γ΄ Σεπτεμβρίου το 1843 όπου όσοι Βαυαροί είχαν παραμείνει στην Ελλάδα απολύθηκαν και αποχώρησαν από τη χώρα. Μαζί με αυτούς ήταν ο μέχρι τότε Διευθυντής της Σχολής ο Φρειδερίκος Τσέντερ. Έτσι, αναδιοργανώθηκε η Σχολή των Τεχνών και η Διεύθυνσή της ανατέθηκε στον Λύσανδρο ΚαυτανζόγλουΉταν μόλις 33 χρονών. Τα μαθήματα που διδάσκονται είναι: Ζωγραφική ανωτέρα, η Αγαλματοποία, η Αρχιτεκτονική, η Λιθογραφία και αργότερα η Ξυλογραφία, και η Χαλκογραφία . 

Διηύθυνε το Σχολείο επί 19 ολόκληρα χρόνια και αναγκάσθηκε να παραιτηθεί μετά την έξωση του βασιλέως Όθωνος, του οποίου υπήρξε θερμός φίλος.    

Η θητεία του στο Πολυτεχνείο  

Ο Καυτανζόγλου έθεσε τις βάσεις για την οργάνωση και την ανάπτυξη του ιδρύματος και ήταν βασικός παράγοντας της ανέγερσης του κτηριακού συγκροτήματος του Πολυτεχνείου. Σχεδίασε το κτίριο, την γλυπτική και τη ζωγραφική. Το 1845 εισήγαγε  το θεσμό των διαγωνισμών και για κάθε τάξη καθιερώθηκαν δύο βραβεία.  Οι νικητές έπαιρναν υποτροφία για ένα χρόνο από 8 έως 30 δραχμές.  


Το πνεύμα του Καυτανζόγλου  και των τότε αρχών συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα το οποίο είναι από την επέτειο τελετή στο Βασιλικό Πολυτεχνείο το 1857: Το έθνος ημών μόλις λαβόν την ελευθερίαν αυτού, ηθέλησε δια των κυβερνήσεων του να συντελέση εις την επάνοδον και διάδοσιν των ωραίων τεχνών εις την αρχαίαν αυτών πατρίδα το Πολυτεχνικών σχολείων, καθιδρυθέν προ τινός χρόνου, είναι τρανόν δείγμα της τάσεως του έθνους ημών προς την αναγέννησίν του, και του πόθου του να συγκαταταχθεί των πλέον πεπολιτισμένων εθνών της εποχής ημών.”  (4)

Ως μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας ο Καυτανζόγλου  υπερασπίστηκε την  κατεδάφιση του τουρκικού θόλου που βρισκόταν κάτω από τη βόρεια πρόσταση του Eρεχθείου και στην ανασκαφή της νότιας πλευράς του Παρθενώνος, όπου υπήρχε μεγάλος σωρός ερειπίων από την εποχή της καταστροφής του. 


Κατεδαφίστηκε το 1875. Ο Heinrich Schliemann ανέλαβε τα έξοδα.

Η επιχειρηματολογία του ήταν ότι η Ελλάδα δεν είχε καμία υποχρέωση να συντηρήσει ένα βάρβαρο μνημείο. Ότι ήταν κλασικό αντικατόπτριζε την πραγματική φύση των Ελλήνων κι αυτός ήταν ο μόνος καθρέπτης του κράτους.  

Ο Καυτανζόγλου  διαφώνησε πολλές φορές με τον Σταμάτη Κλεάνθη. Το σχέδιο πόλεως που εκπόνησε ο Κλεάνθης με τον Schaubart  το 1832 τον βρήκε αντίθετο. Υπάρχουν κείμενα που μπορείτε να διαβάσετε. (5)

Επίσης, με τον Ερνέστο Τσίλλερ δημιουργήθηκαν διαφωνίες. Ο Καυτανζόγλου θεωρούσε ότι είχε βρει το τέλειο μοντέλο για τα κτίρια της Αθήνας και οποιαδήποτε απόκλιση τον ενοχλούσε. 

Μέσα στη Σχολή ο Καυτανζόγλου  είχε γίνει από καιρό στόχος ομάδας  φοιτητών, μεταξύ αυτών κι ο γλύπτης Δημήτρης Φιλιππότης - δυσαρεστημένων από τον τρόπο που διηύθυνε τα πράγματα. Δηλαδή, πίστευαν ότι διηύθυνε αυταρχικά και δίωκε τους φιλότιμους και ικανούς φοιτητές. Με τους αδελφούς Φυτάλοι είχε ιδιαίτερα καλή σχέση.  

Το 1860 ο τότε Υπουργός Εξωτερικών, Ανδρέας Γ. Κουντουριώτης, κατήγγειλε στην Βουλή ότι ο Καυτανζόγλου  δεν προήγαγε την Αρχιτεκτονική και γενικά την τεχνική μόρφωση όπως τις Καλές Τέχνες και ότι αρνήθηκε να παραδοθούν ακόμα και τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό της Σχολής μαθήματα των ειδικοτήτων αυτών.   

Το 1862  ο ΄Όθωνας εκθρονίστηκε  και ο Καυτανζόγλου  παραιτήθηκε από τη θέση του στο Πολυτεχνείο. Συνέχισε να εργάζεται ως το θάνατό του τον Οκτώβριο του 1885.   

Τα έργα του 

Οι δύο θρίαμβοι του Καυτανζόγλου  ήταν και είναι το Αρσάκειο και το κτίριο Αβέρωφ στο Πολυτεχνείο. Επίσης έκτισε νεοκλασικές εκκλησίες.

  Το Αρσάκειο 

Πανεπιστημίου και Πεσμαζόγλου  47-49   Κατασκευή  1846 -1852 



Η είσοδος σήμερα


Ο  Εθνικός Ευεργέτης Απόστολος Αρσάκης (1789 – 1869 Έλληνας, Βλαχικής καταγωγής). Όταν φίλοι του πληροφόρησαν τον Αρσάκη για την ίδρυση στην Αθήνα της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και τους σκοπούς της και ότι θεμελίωσε, αλλά αδυνατούσε να οικοδομήσει, ελλείψει πόρων, σχολικό κτίριο, αποφάσισε να συνεισφέρει οικονομικά για την αποπεράτωσή του. Έτσι, με δικές του δαπάνες ανεγέρθηκε το μεγαλοπρεπές κτίριο της οδού Πανεπιστημίου, που χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο έως το 1933 και από τότε μέχρι σήμερα στεγάζει δικαστικές υπηρεσίες (πρώτα τα τακτικά δικαστήρια της πρωτεύουσας και κατόπιν το Συμβούλιο της Επικρατείας). Οι συνολικές χορηγίες του Αρσάκη προς τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία ανήλθαν στο ποσό των 600.000 χρυσών δραχμών. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον μεγάλο ευεργέτη του, το σχολείο ονομάστηκε «Αρσάκειον». Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και το κτίριο που περικλείεται από τις οδούς Πανεπιστημίου, Αρσάκη, Σταδίου και Πεσμαζόγλου. 

 

Το Πολυτεχνείο

Κατασκευάστηκε 1862-1876. Κτίστηκε με δωρεές των Μιχαήλ και Ελένης Τοσίτσα, του Νικολάου Στουρνάρη και του Γεωργίου Αβέρωφ και ονομάστηκε Mετσόβιον λόγω της καταγωγής των χορηγών του από το Mέτσοβο. 


 




 Ιερός Ναός Άγιος Ανδρέας στην Πάτρα. Κατασκευάστηκε μεταξύ 1836-1845  




 Ιερός Ναός Αγία Ειρήνη επί της Αιόλου. Κατασκευάστηκε μεταξύ 1847-1850 



Από την πίσω πλευρά αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της εκκλησίας. 






Ιερός Ναός Άγιος Γεώργιος Καρύτσης


Ιερός Καθολικός Καθεδρικός Ναός Αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτη
κατασκευάστηκε μεταξύ 1858- 1865



Ιερός Ναός Αγίων Κωνσταντίνος και Ελένη κοντά στην Πλατεία Ομόνοιας κατασκευάστηκε 1870-1872


Με τη γέννηση του διαδόχου του θρόνου Κωνσταντίνου Α΄  1868, γιού του Γεωργίου Α΄ και Όλγα, ο Δήμος Αθηναίων ζήτησε την κατασκευή ενός ναού προς τιμήν του. Το Δημοτικό Συμβούλιο ανέθεσε τον σχεδιασμό και την κατασκευή του ναού στον Λ. Καυταντζόγλου το 1870. Η κατασκευή του ναού άρχισε το 1871. Ο ναός ολοκληρώθηκε το 1905 μετά από χορηγία της βασίλισσας Όλγας. Ο ναός αγιογραφήθηκε από τον Αναστάσιο Λουκίδη, με βοηθούς τον Φώτη Κόντογλου και τον Δημήτριο Δήμα.  

Ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου πέθανε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 1885. Γιος του ήταν ο διπλωμάτης Λυσίμαχος Καυτανζόγλου (1870-1935), το κληροδότημα του οποίου χρηματοδότησε την ανέγερση του Καυτανζογλείου Σταδίου στη Θεσσαλονίκη.

Εκτός του Λυσίμαχου και του Ερμόδωρου-Ιωάννη, ο Λύσανδρος Καυτανζόγλου είχε και δύο κόρες, τη Φανή (γενν 1863, σύζ. Δημητρίου Ψάθη) και την Ελένη (γενν. 1872, σύζ. Χρήστου Ζωγράφου).


Ο Χάρτης



Υποσημειώσεις:

(1) Μαυρομιχάλη, Ευθυμία (1999, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)), Ο γλύπτης Δημήτριος Φιλιππότης και η εποχή του. Σελ. 20.  
(2) Μαυρομιχάλη, Ευθυμία (1999, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)), Ο γλύπτης Δημήτριος Φιλιππότης και η εποχή του. Σελ. 25.  
(3)Μαυρομιχάλη, Ευθυμία (1999, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)), Ο γλύπτης Δημήτριος Φιλιππότης και η εποχή του. υποσημείωση 53 σελ. 41
4+5 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Κεντρική Βιβλιοθήκη: (https://search.lib.auth.gr/Author/Home?author=%CE%9A%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B6%CF%8C%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%85%2C+%CE%9B%CF%8D%CF%83%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82%2C)