Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ



«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει...»

Γλυπτό του Θεόδωρου Παπαγιάννη, 
Η προτομή του Γ. Σεφέρη στο Υπουργείο Εξωτερικών 

Ο Γιώργος Σεφέρης έζησε δύο ζωές μια λαμπρή καριέρα ως διπλωμάτης η οποία κορυφώθηκε με την τοποθέτησή του ως Πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο και τη ζωή του ποιητή, του πρώτου Έλληνα λογοτέχνη που τιμήθηκε  με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. ΄Η όπως περιγράφει ο ίδιος τη ζωή του: ένας δρόμος υποχρεώσεων και υπομονής και συμβιβασμών και έναν άλλον όπου περπάτησα χωρίς συγκατάβαση ελεύθερο το βαθύτερο εγώ μου…

Όσοι τον γνώριζαν έλεγαν ότι ο Σεφέρης ζύγιζε την κάθε του λέξη, την κάθε συλλαβή πριν μιλήσει. Δεν έδειχνε την χαρά του ούτε τη λύπη του. Εξού και οι εσωτερικές στομαχικές πληγές. Όμως ένα ηλιοβασίλεμα, ένα τοπίο της Ελλάδας μπορούσε να του φέρει  δάκρυα συγκίνησης στα μάτια. 

Η ζωή του
Ο Γιώργος Σεφεριάδης γεννήθηκε μέσα σε μεγαλοαστική οικογένεια το 1900 στην πόλη Βούρλα, 35 χιλιόμετρα δυτικά της Σμύρνης. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, αργότερα καθηγητής Πανεπιστημίου της Νομικής και στη συνέχεια εξελέγη Ακαδημαϊκός. Διετέλεσε Νομικός Σύμβουλος του Ελ. Βενιζέλου. Επίσης ήταν ποιητής και διερμηνέας. 

Το 1914 η πενταμελή οικογένεια Σεφεριάδη μετανάστευσε στην Ελλάδα όπου ο Γεώργιος Σεφεριάδης ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική της Σορβόννης και έμεινε εκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1924. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, τις μεταφράσεις, αναγνώσεις Γάλλων κλασικών και συγγραφή ποιημάτων. Από τα χρόνια του Παρισιού άρχιζε να φωτογραφίζει στιγμιότυπα καθημερινότητας.

«Αγαπούσα τα γράμματα, την τέχνη. Με έπεισαν ότι αν με απασχολούσαν ολωσδιόλου θα ήταν η καταστροφή μου. Έπρεπε να καταστρέψω τα πιο ζωντανά ένστικτά μου για να κερδίσω τη ζωή μου — πρέπει να μην ζήσω τώρα».

Γεώργιος Σεφεριάδης 21 χρονών

Από τη Σμύρνη ωστόσο κράτησε μνήμες που τον σημάδεψαν... Έναν ολόκληρο κόσμο, ο οποίος αργότερα με την πικρή εμπειρία της καταστροφής του ΄22 βρήκε την ποιητική του μετουσίωση στο ποιητικό του έργο.

Γυρεύω τον παλιό μου κήπο
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παράθυρα
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός...


Μετά από χρόνια μπροστά στο σπίτι του στα Βούρλα

Το 1924 έφυγε για το Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπoυργείο Εξωτερικών και επέστρεψε στην Αθήνα το 1925 αλλά ο πατέρας του του απαγορεύει να συμμετάσχει στις επικείμενες εξετάσεις πιστεύοντας ότι είναι ανεπαρκώς προετοιμασμένος. Τελικά έδωσε εξετάσεις την επόμενη χρονιά! 

Το 1931 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Στροφή με το ψευδώνυμο Γιώργος Σεφέρης.

Άρνηση (Στο περιγιάλι)

«Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό γλυφό Πάνω στην άμμο την ξανθή γράψαμε τ' όνομά της
Ωραία που φύσηξεν ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή
Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος
Πήραμε τη ζωή μας· Λάθος κι αλλάξαμε ζωή».

Από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε αντιδράσεις στη λογοτεχνική κοινότητα της Αθήνας. Δεν μπορούσαν να  κατατάξουν την ποίησή του. Ο Σεφέρης είχε αψηφίσει τους κανόνες τους.  Στήριγμά μεγάλο του Σεφέρη ήταν οι Καραντώνης και ο πατέρας και γιος Κατσίμπαλοι στην προαγωγή του ποιητικού έργου του Σεφέρη. (1)  Πριν σιγήσουν οι κριτικές μετατέθηκε στο Ελληνικό Προξενείο του Λονδίνου ως Υποπρόξενος. Εκεί ανακαλύπτει το ποίημα του Τ.Σ. Έλιοτ Έρημη Χώρα.

Ο Σεφέρης χρησιμοποίησε το τοπίο ως μεταφορά όπου ο μύθος και η ιστορία σμίγουν ενώ η απώλεια και η εξορία σχηματίζουν τη μεγαλύτερη εικόνα.  Ούτε ο Χρόνος υπάρχει. 

Το 1935


Το 1935 ήταν σημαντική χρονιά για τον Σεφέρη. Εκδόθηκε η ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα το οποίο τον καθιέρωσε στα Ελληνικά γράμματα. Ο ίδιος έγραψε, «Είναι τα δύο συνθετικά που μ’ έκαναν να διαλέξω τον τίτλο αυτής της εργασίας· ΜΥΘΟΣ, γιατί χρησιμοποίησα αρκετά φανερά μια ορισμένη μυθολογία· ΙΣΤΟΡΙΑ, γιατί προσπάθησα να εκφράσω, με κάποιον ειρμό, μια κατάσταση τόσο ανεξάρτητη από μένα όσο και τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος.

«Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.
Άλλοτε μας ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί.
Έσπασαν τα σκοινιά· μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα
μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία:
τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής.
Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας λίγο
κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει
κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα».



Ο Σεφέρης με τη Μαρώ Ζαννού

Το ίδιο έτος, το 1935, γνώρισε τους διάσημους συγγραφείς Henry Miller,  Laurence Durell, W. H. Auden, Steven Runciman, Eugene McCarthy, E.M. Forster, Robert Graves, και Patrick Leigh Fermor...  Επίσης γνώρισε τη Μαρώ Ζάννου, σύζυγο του ναύαρχου Ανδρέα Λόντου και μητέρα δύο κοριτσιών και ερωτεύτηκαν. (2)  Ο έρωτάς του Σεφέρη με την Μαρώ τάραξε την κοσμική και πνευματική Αθήνα. Ο ναύαρχος όμως της έθεσε τον όρο ότι αν φύγει θα κρατήσει αυτός τα παιδιά και δεν θα τα ξαναδεί. Έτσι βλεπόταν χωρίς να παντρευτούν. 

Το 1936 η διοίκηση του Υπουργείου Εξωτερικών του ανακοίνωσε χωρίς προειδοποίηση την μετάθεση στην Κονιτσά. Είναι το έτος που εκδίδεται η θαυμαστή μετάφραση του Σεφέρη «Έρημη Χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ. 

Το 1940 εκδίδει το Τετράδιο Γυμνασμάτων.

«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη...
»


Στις 22 Απριλίου το 1941 ο Σεφέρης παντρεύεται υποχρεωτικά  τη Μαρώ (3) για να τον ακολουθήσει στην Αίγυπτο όπου βρισκόταν η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση.  Μένουν στα Χανιά και μήνες αργότερα μεταβαίνουν στην Αίγυπτο και παραμένει στην Αλεξάνδρεια. Τον Αύγουστο συνοδεύει την Φρειδερίκη στο Γιοχάνεσμπουργκ όπου υπηρέτησε στην Πρεσβεία της Πρετόριας μέχρι το 1942. Στα μέσα Απριλίου επιστρέφουν στην Αίγυπτο. Τότε αποφασίζει η Ελληνική κυβέρνηση το κλείσιμο της Πρεσβείας και ο Σεφέρης αναχωρεί για το Ιερουσαλήμ ενώ τον Σεπτέμβρη διορίζεται στο Κάιρο ως Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής.


Το 1943 δίνει διάλεξη για τον Κωστή Παλαμά και άλλες δύο με θέμα τον Μακρυγιάννη, στην Αλεξάνδρεια και μετά στο Κάιρο. 

«Τὸ περιεχόμενο τῆς γραφῆς τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ὁ ἀτέλειωτος καὶ ὁ πραγματικὸς ἀγῶνας ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ μὲ ὅλα τὰ ἔνστικτά της φυλῆς τοῦ ριζωμένα βαριὰ μέσα στὰ σπλάχνα του, ἀναζητᾷ τὴν ἐλευθερία, τὸ δίκιο, τὴν ἀνθρωπιά».

Το 1944, και επί πρωθυπουργία Γ. Παπανδρέου,  ο Σεφέρης παύεται από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών. Την απομάκρυνσή του την αποδίδει ο ίδιος σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που βρίσκονταν μεταξύ των ακροατών των διαλέξεών του για τον Μακρυγιάννη οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με αυτά που είπε εκεί. Παρέμεινε πάντως στην Υπηρεσία του Υπουργείου ως ανώτατος δημόσιος λειτουργός. 

Το 1945 διορίστηκε Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Αντι-βασιλέα Δαμασκηνού. Ο Σεφέρης,  τον συνόδευσε στο Λονδίνο και τον υποκίνησε να διεκδικήσει την Κύπρο. Ο Δαμασκηνός δήλωσε προς τους Άγγλους επισήμους ότι δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα χωρίς την Κύπρο. «Είναι ο μόνος τρόπος»,  είπε στους Άγγλους, «αν θέλετε αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τους αριστερούς». Λέγεται ότι πίσω από την πρόταση κρυβόταν ο Σεφέρης. 

Φωτογράφος: Γ. Σεφέρης

Με αφορμή τα Δεκεμβριανά γράφει το ποίημα Τυφλός και ανασταίνει τους Μυκήνες, τον Όμηρο τους κλασικιστές καθώς και τους Οθωμανούς κατακτητές από το νεκρό τοπίο και γίνονται ισότιμοι παίκτες στο δράμα που εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο. 

Τυφλός  (Δεκέμβρης 1945)

«Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη
μαύρος σαν τα νερά του Αχέροντα, χωρίς όνειρα,
χωρίς μνήμη, κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη.
Ο ξύπνος χαρακώνει τη λησμονιά σαν το μαστιγωμένο δέρμα
κι η παραστρατημένη ψυχή αναδύεται κρατώντας
συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές, ορχηστρίς
μ’ ανώφελες καστανιέτες, με πόδια που τρεκλίζουν
μωλωπισμένες φτέρνες απ’ τη βαριά ποδοβολή
στην καταποντισμένη σύναξη εκεί πέρα.
Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη.
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ’ τον άλλον.
Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες·
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία
γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους, σακάτηδες, χωρίς πνοή
και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο
και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.

Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών
εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα.
Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Στην κάμαρα
το λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές
σαν το τυφλό περιστέρι.
Κι αυτός
ψηλαφώντας βάδιζε
στο βαθύ λιβάδι
κι έβλεπε σκοτάδι
πίσω από το φως
»


Ο Αντιβασιλέας Δαμασκηνός και ο Γ. Σεφέρης 

Το 1946 εκδίδει την ποιητική συλλογή Κίχλη όπου χρησιμοποιεί καινούργια σύμβολα.

Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα

«Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια...
»


Το 1947 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παλαμά για την ποίησή του —το πρώτο τέτοιο που απονεμήθηκε—και συνοδευόταν με το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών αλλά και με τη μικροψυχία κάποιων άλλων ποιητών.

Το 1951 επιτέλους συναντά τον ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ και γίνονται φίλοι.

Στη Μονή Αχειροποιήτου στην Κύπρο το 1953, 
έχοντας δίπλα του τον Laurence Durell.

Το 1955 εκδίδει το Ημερολόγια Καταστρώματος τα λεγόμενα Κυπριακά ποιήματα. Στο προσωπικό ημερολόγιο διερωτάται: Το κλίμα της Κύπρου γιατί μου πηγαίνει; Ελληνική χωρίς Έλληνα χωροφύλακα ή δημόσιο υπάλληλο. Μετατόπιση της παράδοσης, πιο αρχαία και πιο ντοπιολαλιά. 

Ο Κύπριος καθηγητής Γ. Γεωργής είπε για τα ποιήματα του Σεφέρη: «Μ' αυτό ο Σεφέρης έδωσε στην Κύπρο πολύ περισσότερα απ' ό,τι όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις ενός αιώνα. Έκανε πραγματικά οικείο το νησί στον ελληνικό χώρο. Αυτή είναι νομίζω η μεγάλη του συμβολή. Κανείς σήμερα δεν θ' αναλογιστεί τον Σεφέρη ή την Κύπρο χωρίς να του έρθουν στο νου στίχοι από το "Ημερολόγιο καταστρώματος Γ'". 


Διάλειμμα Χαράς
«Ήμασταν χαρούμενοι όλο εκείνο το πρωί 
Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τα φύλλα και τα λουλούδια
έπειτα ο ήλιος
ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό».

Το 1956 ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας τον τοποθετεί στη Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών με αρμοδιότητα την Κύπρο. Από τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς συμμετέχει στη αντιπροσωπεία της Ελλάδος που προσπαθεί να προωθήσει την αυτοδιάθεση της Κύπρου μέσω του Ο.Η.Ε. Το 1957 τοποθετήθηκε Πρεσβευτής στο Λονδίνο, την εποχή που οι σχέσεις Ελλάδας-Αγγλίας δοκιμάζονται λόγω του Κυπριακού. 

Η Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα έστειλε μια αναφορά όπου έγραφε πως ο νέος πρέσβης είναι "πολύ ενωτικός και ολίγον βαρήκοος". Ο Σεφέρης ωστόσο στάθηκε και υποστήριξε την Κύπρο και από το πόστο του Λονδίνου και διαφώνησε έντονα και επί της ουσίας με τις προετοιμασίες για λύση του Κυπριακού, όταν πληροφορήθηκε από τον Αβέρωφ την αποδοχή του σχεδίου λύσης που πρότεινε ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ζορλού. Έστειλε στον Αβέρωφ μια επιστολή στην οποία έγραφε πως με παρόμοια λύση η Τουρκία κάποτε θα έμπαινε στην Κύπρο. 

Κατά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου 
ο Σεφέρης θα συνοδεύσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή 
και τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίστα.  

Το 1960 ο μουσικοσυνθέτης, Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τέσσερα ποιήματα του Σεφέρη: Άνθη της πέτρας, Άρνηση, Κράτησα τη ζωή μου, Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, με τον γενικότερο τίτλο Επιφάνεια. Ήταν η πρώτη μεγάλη γέφυρα με την αριστερά. 

  
Το 1962 αποχωρεί από το διπλωματικό σώμα και εγκαθίσταται στην Αθήνα.
Στις 24 Οκτωβρίου 1963 η Σουηδική  Πρεσβεία της Ελλάδας κάλεσε στο τηλέφωνο τον Σεφέρη και του  ανήγγειλαν την είδηση της βράβευσης του με Νόμπελ, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες». 

Η γυναίκα του Σεφέρη θυμόταν τον εφημεριδοπώλη που έτρεξε στο σπίτι τους και ανέβηκε τη σκάλα κατακόκκινος και φώναξε, Το πήραμε! Το πήραμε!
Από τον περίγυρο των γραμμάτων ο Κατσίμπαλης, ο Νίκος Καρύδης και ο Ηλίας Βενέζης (γεννημένος κι΄ εκείνος στην Μικρά Ασία) πήγαν στο σπίτι του και τον συνεχάρησαν.



Η τελετή έγινε στις 10 Δεκεμβρίου. Την επόμενη μέρα σε μια διάλεξή του είπε: « ...Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα...»


Την επόμενη χρονιά αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ του Πρίνστον.

Τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας κράτησε μια στάση σιωπής προς τα έξω. Απέσυρε από το τυπογραφείο όσα είχε για τύπωμα. Τον Δεκέμβριο του 1967, όταν του προσφέρθηκε διορισμός στην έδρα ποίησης του Χάρβαρντ απάντησε στον πρύτανη ότι: «Γνωρίζετε πως από την περασμένη άνοιξη λειτουργεί λογοκρισία στη χώρα μου· και πεποίθησή μου είναι πως κανένα γραφτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς ελευθερία της έκφρασης... Η κατάσταση του αυτοεξόριστου δεν με ελκύει· θέλω να μείνω με τον λαό μου να μοιραστώ τα γυρίσματα της τύχης του...». Μόνο το τελευταίο τρίμηνο του 1968 πήγε στην Αμερική φιλοξενούμενος του Πανεπιστημίου του Princeton.Όταν επέστρεψε στην Αθήνα συναντήθηκε με τον συγγραφέα Στρατή Τσίρκα και με τον Γ. Πεσμαζόγλου. Τον παρότρυναν να κάνει δήλωση ενάντια στη δικτατορία. Στις 29 Μαρτίου 1969 διανεμήθηκε στους Ελληνες δημοσιογράφους και στους ξένους ανταποκριτές η δήλωσή του υπογεγραμμένη. (Στην Δήμητρα Κορυτσά, υπάλληλος της Τράπεζας Ελλάδος απευθύνθηκε ο Πεσμαζόγλου να δακτυλογραφήσει το κείμενο του Γ. Σεφέρη προσφέροντάς της ένα ζευγάρι γάντια προκειμένου να μην υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα).

«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. ... ἐξάλλου δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.
Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:
... Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά.
...Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή...».

Ήταν μια κορυφαία πνευματική εκδήλωση αντίστασης και στη συνείδηση του λαού πήρε ηρωικές διαστάσεις.  Αμέσως μετά την ανακοίνωση του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου.

Τον Ιούλιο του 1970 εξέδωσε τα Δεκαοχτώ κείμενα μεταξύ των οποίων, το ποίημα Οι γάτες του Άι Νικόλα όπου οι γάτες εξολόθρεψαν μεν τον εχθρό αλλά στο τέλος πεθαίνουν.


«...Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα

το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».



Ο Γιώργος Σεφέρης με το έργο του τίμησε τη χώρα μας και δόξασε το σύγχρονο Ελληνικό πολιτισμό. Κατάφερε να αγγίξει τις ψυχές των Ελλήνων και να κάνει γνωστό την ποίηση μας σε κάθε γωνιά του πλανήτη. 


Ο Σεφέρης πέθανε 20 Σεπτεμβρίου του 1971. Επιθυμία του Γιώργου Σεφέρη ήτο εις την κηδείαν του να μην προσδοθή οιοσδήποτε επίσημος χαρακτήρ και να μην εκφωνηθούν επικήδειοι. Παράκλησις της οικογενείας του είναι να μην κατατεθούν στέφανα.
Τμήμα 12/ 65

  

Ωστόσο, η νεκρική πομπή έγινε ένα με το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί να αποχαιρετήσει τον ποιητή. Και θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές διαδηλώσεις. Σύσσωμοι βροντοφώναζαν τις λέξεις Ελευθερία και Δημοκρατία. 


Ο Χάρτης





Υποσημειώσεις:

(1) Ο Σεφέρης δέχτηκε επιθέσεις και με αρκετή δόση ειρωνικής αμφισβήτησης για τις επιδράσεις που δέχτηκε από άλλους ποιητές. Ο καθηγητής ιστορίας και θεωρίας της λογοτεχνίας, ο Δημήτρης Δημηρούλης, στο άρθρο του «Σεφέρης - Έλιοτ: παράλληλα ασύμπτωτοι ή συμπτωματικά παράλληλοι”, γράφει για τη σχέση ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς κάνοντας έτσι έναν παραλληλισμό με τη σχέση του Έλιοτ και του Σεφέρη: Ταξιδεύουμε μαζί, μοιάζουμε έχουμε κοινά στοιχεία, αλλά παραμένουμε εσαεί άλλοι στη διαδρομή. Η σχέση αυτή μοιάζει με δυο τραίνα που κινούνται παράλληλα αλλά δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ. Κάθε πολιτισμός ακολουθεί τη δική του διαδρομή, έχει τη δική του ταχύτητα και κατευθύνεται προς το δικό του προορισμό. Υπάρχουν τραίνα που πάνε προς την ίδια κατεύθυνση και άλλα που πάνε σε διαφορετικές. Εκείνα που πάνε γρήγορα και κείνα που πάνε αργά». 

(2) Ο κοινωνικός κύκλος της Μαρώ Ζαννού συμπεριλάμβανε μεταξύ άλλων τους Μ. Τριανταφυλλίδη, Α. Δελμούζο, ο Σ. Μυριβήλη, Ά. Σικελιανό,  Π. Κανελλόπουλο,  Ξ.Ζολώτα, Κ. Τσάτσο. 
(3) Τέσσερις ημέρες μετά τη Γερμανική εισβολή, ο Σεφέρης έπρεπε να ακολουθήσει την εξόριστη Κυβέρνηση και ο μόνος τρόπος να είναι μαζί με τη Μαρώ ήταν να παντρευτούν.  Έτσι έκανε το δεύτερο γάμο της, με τον ποιητή, στις 10/04/1941 μολονότι ο Σεφέρης δεν ήταν υπέρ του θεσμού του γάμου. Γι αυτό έλεγε ότι ο κουμπάρους τους ήταν ο Χίτλερ...  Τα παιδιά της τα άφησε στην Πηνελόπη Δέλτα. 



Πηγές: 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου